Έχει περάσει σχεδόν μια εβδομάδα από την τελευταία μου συνάντηση με τον Σον. Παραδόξως δεν τον έχω δει πουθενά, πράγμα το οποίο με έβαλε σε υποψίες. Έτσι λοιπόν έψαξα και έμαθα.
Έμαθα πως περνάει κάθε μέρα από καφέ τις ώρες που δεν είμαι εδώ και πως συχνάζει αρκετά στην γειτονιά. Πλέον όλη η πόλη έχει μάθει για την αφηξή του.
Ενώ εγώ ακόμα να τα μάθω τα βασικά...
Ξεφύσυξα βαριεστημενα τυλίγοντας το μπεζ φουλαρι γύρο από τον λαιμό μου.
Χαμένη στις σκέψεις μου έβαλα την μουσική στο τέρμα και φορώντας τα ακουστικά μου περπάτησα μέχρι την δουλειά.Έφτασα στο μαγαζί και γρήγορα άρχισα να δουλεύω. Σήμερα θα είχα βάρδια μέχρι αργά το βράδυ λόγο Παρασκευής.
Ξεκίνησα καθαρίζοντας τα τραπέζια και πέρνοντας παραγγελίες από τους ελάχιστους πελάτες που υπήρχαν εκείνη την ώρα στο μαγαζί.
Ξαφνικά , ενώ καθάριζα παρατήρησα μια γνωστή φιγούρα να μπαίνει μέσα. Έμεινα να τον παρακολουθώ για αρκετή ώρα μέχρι και την στιγμή που κάθισε σε ένα τυχαίο τραπέζι.
Κοιτάζοντας με προκλητικά μου έκανε νόημα να πλησιάσω για να του πάρω παραγγελία.
Πλησίασα γρήγορα και προσπάθησα να το παίξω αδιάφορη. Έβγαλα το μπλοκάκι μου και του απευθύνθηκα. "Τι θα πάρεις;"
"Έναν φρέντο εσπρέσσο σκέτο." Είπε με ένα χαμόγελο.
Μπράβο παίξε το και άλλο αδιάφορος.
Σπάσε μου τα νεύρα. ΜΠΟΡΕΊΣ!
Όυαου ηθέλα τόσο πολύ να τον χαστουκισω.
Συνήλθα γρήγορα από τις δολοφονικές μου τάσεις και του έφερα όσο πιο γρήγορα μπορούσα τον καφέ του.
Μετά από αρκετή ώρα, αφού είχε τελειώσει τον καφέ του άφησε απλά ένα χαρτονόμισμα (και μεγάλο φυλοδωρημα) και έφυγε.
Λίγες ώρες αργότερα επέστρεψε και. Έκανε ακριβώς ότι με πριν. Μπήκε μέσα, έκατσε σε ένα τραπέζι και περίμενε εμένα να έρθω να του πάρω παραγγελία.
Τον πλησιάσα καχύποπτα και τον ρώτησα θα ήθελε.
"Φέρε μου ένα μπέργκερ κεσαρας με εχτρα κετσαμπ." Είπε σκεπτικός ενώ κοιτούσε τον κατάλογο.
"Μισείς την κετσαμπ." Είπα αυθόρμητα. Ύστερα συνηδειτοποιεισα τι είπα μόλις.
"Άλλαξα γνώμη..." Είπε καχύποπτα γλύφοντας το αναθεματισμενο κάτω χείλος του.