Ξύπνησα από το βαθύ ύπνο μου από τον ήχο του κουδουνιού μου το οποίο χτύπαγε ασταμάτητα.
Κατέβηκα κάτω αγουροξυπνημένη και άνοιξα την πόρτα.
Μπροστά μου, αντίκρισα έναν απλά αλλά καλοντυμένο Σον ο οποίος έλαμπε από την χαρά του για κάποιο ανεξήγητο λόγο.
"Καλημέρα!" Είπε φορόντας το πιο αστραφτερό και χαρούμενο χαμόγελο του.
"Καλημέρα;" Απόρησα καθώς ξαφνιαστικα από την άλλη επίσκεψη του.
Δεν απάντησε. Απλά συνέχισε να χαμογελάει προσπερνόντας με και μπαινοντας μέσα στο σπίτι μου.
"Εμμ... Δεν θέλω να φανώ αγενής αλλά, τι είπαμε ότι κανείς στο σπίτι μου στις..." κοίταξα το ρολόι στον τοίχο. "07:15 το πρωί;" Ρώτησα μπερδεμένη.
"Σου έφερα καφέ." Δήλωσε με ένα πλατύ χαμόγελο.
"Οκαυ..."
"Και σκέφτηκα αν ήθελες μπορώ να σε πάω στην δουλειά σήμερα. Και κάθε μέρα δηλαδή, έτσι και αλλιώς είναι στον δρόμο μου."
"Και γιατί να το κάνεις αυτό;"ρώτησα.
"Για να σε διευκολύνω." Απάντησε.
"Όχι εννοώ όλο αυτό. Τον καφέ, η μεταφορά και γενικά η καλή συμπεριφορά;" Τον ρώτησα.
"Να, εχθές είπες ότι για να ξανά μπω στην ζωή σου πρέπει να ξανά κερδίσω την εμπιστοσύνη σου..."
"Και το να μου φέρνεις καφέ και να με πηγαίνεις στην δουλειά είναι δείγμα εμπιστοσύνης;" Ρώτησα γελόντας νοερά.
"Όχι ακριβώς αλλά είναι μια καλή αρχή. Μικρή βήματα." Είπε και μου προσέφερε τον καφέ κοιτάζοντας με γλυκά, γεμάτος ελπίδα.
"Μικρά βήματα λοιπόν." Απάντησα και πήρα τον καφέ στα χέρια μου.
"Άντε πήγαινε να ετοιμαστείς σιγά, σιγά." Πρότεινε.
Έγνεψα θετικά και ανέβηκα τις σκάλες. Φόρεσα την στολή μου και κατέβηκα γρήγορα κάτω όταν ήμουν έτοιμη.
Εκείνος με περίμενε στην αυλή, πάνω στην μαύρη μηχανή του.
"Έτοιμη;" Ρώτησε και μου πάσαρε το κράνος.
"Πάντα." Απάντησα με αυτοπαιπηθηση. Ανέβηκα στην μηχανή και όπως και εχθές ξεκίνησε απότομα κάνοντας με να γραποθω επάνω του. Όχι ότι με χάλασε ιδιαίτερα.
{...}
Μπήκε στο πάρκινγκ της καφετέριας προκαλοντας σχεδόν αμέσως όλα τα βλέμματα του κόσμου. Κυρίως αυτά που δεν ήθελα. Κατέβηκα γρήγορα από την μηχανή του και άρχισα να περπατώ προς το μαγαζί. Καθώς απομακρυνώμουνα τον ακούσω να φωνάζει.