ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α'

234 24 30
                                    

Η νύχτα έπεσε στο Δουκάτο της Μάντουας, στη μακρινή Ιταλία. Μια νύχτα κατασκότεινη, άναστρη. Το χλωμό φεγγάρι της ήταν κρυμμένο πίσω από τα σύννεφα. Ίσα ίσα που φαίνονταν οι γραμμές που ξεχώριζαν τον ουρανό από τα βουνά, τα βουνά από τις κορυφές των δέντρων, τα δέντρα από τα σπίτια.
Ένας δυνατός κεραυνός ξέσκισε τον ουρανό, και μαζί του άρχισε να πέφτει θυελλώδης βροχή με έναν θόρυβο, που πριν δεν ξεχώριζε μέσα στη σιωπή της νύχτας, αλλά τώρα φούσκωνε και δυνάμωνε όλο και περισσότερο. Τα στοιχεία της φύσης ήταν ταραγμένα απόψε, το δίχως άλλο.
Μια τέτοια νύχτα, ποιος να κυκλοφορεί έξω; Οι δρόμοι είναι έρημοι, κι όποιος τολμά να τους διασχίζει είναι σίγουρα πολύ γενναίος. Οι υπόλοιποι άνθρωποι είναι κλεισμένοι μέσα στα σπίτια τους, και περιμένουν να κοπάσει η καταιγίδα. Προσπαθούν να ζεσταθούν. Όλοι φοβούνται.

Όλοι; Καλά, ίσως και όχι όλοι. Από τα παράθυρα στο κάστρο του Δούκα της Μάντουας, ένα επιβλητικό κάστρο με μεγάλες πύλες και σιδερόφραχτα παράθυρα, με τέσσερις ψηλούς πύργους και μια τεράστια αυλή, ξεχύνεται φως, ακούγονται φωνές και γέλια, όργανα και μουσικές. Ο ψυχρός άνεμος της νύχτας απορεί: πώς είναι δυνατόν αυτοί οι άνθρωποι να τον αψηφούν και να γιορτάζουν, αντί να τρέμουν περιμένοντας να ηρεμήσει; Σφυρίζοντας, γλιστράει ανάμεσα στα δέντρα, που λυγίζουν στο πέρασμά του. Επιτέλους, λίγος σεβασμός. Συνεχίζει το δρόμο του και χτυπάει τελικά επάνω στο μεγάλο παράθυρο του κάστρου.

Γιορτή! Στο κάστρο έχουνε γιορτή! Άλλο και τούτο πάλι! Μέσα στη μεγάλη αίθουσα του κάστρου μουσικοί παίζουν βιολιά, αυλούς και κιθάρες και τύμπανα. Στο τραπέζι ρέει άφθονο κρασί και είναι στημένο πλούσιο τσιμπούσι. Και γύρω από αυτό οι αυλικοί φορούν τα καλά τους και μάσκες, και γελώντας πηγαινοέρχονται από εδώ κι από εκεί.
Στη μέση, καθισμένος πάνω σε ένα θρόνο, είναι ο Δούκας. Δεν τον λες δα και αδύνατο. Βέβαια, είναι όμορφο παλικάρι. Έχει κατάξανθα μαλλιά και πράσινα μάτια και το πρόσωπό του καλύπτει ένα λεπτό μούσι. Ο Δούκας παρακολουθεί τη γιορτή ανόρεχτα. Έχει αλλού το μυαλό του.

"Μπαααα!" σκέφτεται προσβεβλημένος ο άνεμος. "Δε φτάνει που εγώ λυσσομανάω εδώ έξω για να με προσέξεις, εσύ γιορτάζεις κι είσαι και στον κόσμο σου! Ωραίος Δούκας!"

Και για να ευχαριστηθεί λίγο φεύγει με δύναμη και περνάει από όλες τις μεριές του Δουκάτου, χτυπώντας στα κεραμίδια και τους τοίχους...

Ο Δούκας της Μάντουας καθόταν ακόμη σκεφτικός στο θρόνο του. Γύρω του το κέφι άναβε, αλλά αυτός δεν μπορούσε να βγάλει από το μυαλό του αυτήν την κοπέλα...
"Δούκα μου;" είπε ένας αυλικός και πλησίασε.
Ο Δούκας γύρισε αφηρημένα.
"Τι θέλεις;" αποκρίθηκε. Ο αυλικός δίστασε.
"Να, ε...Δεν σας βλέπω να απολαμβάνετε τη γιορτή. Παίρνω το θάρρος να ρωτήσω: μήπως δεν νιώθετε καλά;"
Ο Δούκας αναστέναξε. Έπρεπε σε κάποιον να τον πει τον πόνο του! Δε γινόταν αλλιώς! Φτιάχτηκε στο κάθισμά του.
"Έλα, κάτσε κι εσύ!" είπε στον αυλικό. "Μια που ρώτησες..."
Ο αυλικός βολεύτηκε δίπλα του και τον κοίταξε με ενδιαφέρον.
"Είναι αυτή η κοπέλα" εξομολογήθηκε ο Δούκας. "Την είδα τις προάλλες να φεύγει από την εκκλησία μαζί με μια μεγαλύτερη γυναίκα. Προσπάθησα να τις ακολουθήσω αλλά δεν πρόφτασα. Μου 'χει πάρει το μυαλό! Δεν μπορώ να την ξεχάσω, πρέπει να την ξαναδώ!"
Ο Δούκας αναστέναξε πάλι και στήριξε το κεφάλι στα χέρια του. Ο αυλικός κατάλαβε πως ό,τι και να έκανε, δύσκολα θα τον παρηγορούσε. Ήξερε όμως κάποια άλλη, που ίσως μπορούσε...
"Για δείτε!" έδειξε στον Δούκα. "Να η κόμισσα Τσεπράνο! Κι έχει έρθει ασυνόδευτη..."

Ριγκολέτο (#ιστορικό2020)Where stories live. Discover now