ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε'

84 13 6
                                    

Στο μικρό ισόγειο σπίτι του Ριγκολέτο, καλά κρυμμένο κάπου κοντά στην εκκλησία, για να φτάσεις, αν βρισκόσουν στο χάνι, έπρεπε να κάνεις μια αρκετά μεγάλη διαδρομή, που διέσχιζε σχεδόν όλη την πόλη. Τη διαδρομή αυτή ο Ριγκολέτο την έκανε με χίλιες προφυλάξεις, σταματώντας κάθε ένα λεπτό για να δει αν τον ακολουθούσε κανείς. Κι ίσως να αναρωτιέστε για ποιο λόγο ο γελωτοποιός μας φοβόταν τόσο πολύ να μην βρεθεί κάποιος από πίσω του στο δρόμο για το σπίτι. Υπομονή και θα καταλάβετε αμέσως γιατί.

Όταν έφτασε ο Ριγκολέτο σπίτι του, έβγαλε το κλειδί του, που είχε πάντα κρεμασμένο στο λαιμό του, κι άνοιξε την πόρτα της αυλής. Δεν πρόλαβε καλά καλά να μπει μέσα και τότε εκείνο το ξανθό, νέο κι όμορφο κορίτσι που είχε περιγράψει ο Μαρούλλο ως ερωμένη του έτρεξε καταπάνω του και τον αγκάλιασε σφιχτά με τα λεπτά της χεράκια.
"Α! Τζίλντα! Κορούλα μου!" είπε με στοργή ο Ριγκολέτο και της ανταπέδωσε την αγκαλιά με τα μεγάλα του χέρια.
"Μπαμπά μου" απάντησε κι η Τζίλντα με τη γλυκιά της φωνή.

Ναι! Καλά καταλάβατε! Η Τζίλντα δεν ήταν ερωμένη του Ριγκολέτο, αλλά κόρη του, κι η παρεξήγηση που είχε γίνει ήταν πράγματι πολύ μεγάλη...

Όταν άφησαν ο ένας τον άλλον, ο Ριγκολέτο προχώρησε βιαστικά προς την πόρτα του σπιτιού, που την κρατούσε ανοιχτή περιμένοντας μια μεσήλικη γεροδεμένη γυναίκα. Μπήκαν και ο Ριγκολέτο την έκλεισε πίσω του επίσης βιαστικά.
Αν έβλεπε κανείς πώς ήταν μέσα το σπίτι του Ριγκολέτο, θα δυσκολευόταν πολύ να πιστέψει ότι εκεί χωρούσαν να μείνουν τρεις άνθρωποι. Το σπίτι ήταν πολύ στενό. Μόλις έμπαινες, έπεφτες επάνω στο τραπέζι όπου έτρωγαν και το τζάκι. Τα δωμάτια όπου κοιμούνταν βρίσκονταν προς την πίσω πλευρά του σπιτιού. Το σπίτι είχε ένα παράθυρο πίσω κι ένα μπροστά, κι ο Ριγκολέτο συνήθιζε να κλείνει τα παραθυρόφυλλα.

Ενώ η γυναίκα ετοίμαζε στον Ριγκολέτο να φάει, εκείνος ξεφορτώθηκε την κάπα του, κάθισε στο σκαμνί του δίπλα στη φωτιά και αναστέναξε. Η Τζίλντα, που είχε υποψιαστεί ότι κάτι συνέβαινε στον πατέρα της, γονάτισε δίπλα του με τα καστανά της μάτια να τον κοιτάζουν όλο έγνοια.
"Πατέρα μου" ρώτησε, "τι έχεις;"
Ο Ριγκολέτο της έσφιξε τρυφερά το χέρι αλλά δεν της απάντησε και γύρισε στην άλλη γυναίκα.
"Τζοβάνα" της είπε, "έμεινε κλειστή η πόρτα όλη μέρα;"
"Μάλιστα, κύριε" απάντησε η Τζοβάνα, η υπηρέτρια και παραμάνα της Τζίλντα.
"Βγήκατε καθόλου;" συνέχισε τις ερωτήσεις ο Ριγκολέτο.
"Όχι, μονάχα πήγαμε ως την εκκλησία όπως πάντοτε" αποκρίθηκε η Τζοβάνα με σταθερή φωνή.
"Σας ακολούθησε κανείς;"
Εκείνη τη στιγμή η Τζοβάνα γύρισε τα μάτια της στη Τζίλντα που της έριξε ένα έντονο βλέμμα σηκώνοντας τα φρύδια.
"Μιλάω, Τζοβάνα!" επανέλαβε ο Ριγκολέτο. "Σας ακολούθησε κανείς από την εκκλησία μέχρι εδώ;"
"Όχι, όχι, κανένας!" κούνησε το κεφάλι η Τζοβάνα.
"Αλήθεια μου λες; Γιατί αν δεν μου λες..." πήγε να πει ο Ριγκολέτο κι έκανε να σηκωθεί.
"Πατέρα, αλήθεια σου λέει!" τον πρόλαβε η Τζίλντα σφίγγοντας το μπράτσο του.

Ριγκολέτο (#ιστορικό2020)Donde viven las historias. Descúbrelo ahora