ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β'

108 16 13
                                    

"Αχ, τα λουλουδάκια μου!"
Ο Ριγκολέτο μπήκε στην αίθουσα σιγοσφυρίζοντας, με τη φαρδιά του πουκαμίσα με τα χοντρά κρόσσια, τις πράσινες κάλτσες του και τα βαμμένα κόκκινα ξυλοπάπουτσά του. Σε κάθε βήμα τα χτύπαγε δυνατά κάτω. Το 'να του χέρι ήταν κρεμασμένο δίπλα στο πλευρό του και τ' άλλο σερνόταν από πίσω, αποτέλεσμα της μεγάλης του καμπούρας.
Τα μάτια των αυλικών πίσω από τις μάσκες τους πέταγαν σπίθες. Ο Ριγκολέτο το ήξερε. Ωστόσο, κανείς τους δεν το 'δειξε. Οι υπόλοιποι καλεσμένοι γελούσαν με την περπατησιά του Ριγκολέτο κι αυτός χαμογέλασε, αποκαλύπτοντας δυο σειρές στραβά δόντια. Έτριψε το γένι του.
"Το λοιπόν, καλήν εσπέραν!" είπε ο Ριγκολέτο κι υποκλίθηκε. Οι καλεσμένοι τον μιμήθηκαν κι οι αυλικοί απάντησαν απρόθυμα με μια υπόκλιση. Ο Μαρούλλο όμως όχι. Μισούσε τον Ριγκολέτο πιο πολύ απ' όλους. Ο Ριγκολέτο τον κοίταξε πονηρά. Να 'ξερες, πουλάκι μου, εγώ πόσο σε μισώ, σκέφτηκε μα δεν είπε τίποτα. Μονάχα κροτάλιζε τα ξυλοπάπουτσά του καθώς ήξερε κι άκουγε τους καλεσμένους να γελάνε.

Έφερε μια γύρα τη μεγάλη αίθουσα, τα στρωμένα τραπέζια, τα μεγάλα παράθυρα, τους δαυλούς στους τοίχους και τους φρουρούς που παραφυλούσαν κοντά στην πόρτα. Κοντά τους, στον τοίχο όπου στέκονταν, ήταν κρεμασμένο ένα ξίφος. Ο Ριγκολέτο το σήκωσε και το ανέμισε μπροστά στους αυλικούς.
"Ήρθα απόψε εδώ με σκοπό να διεκδικήσω το μερίδιο μου στο θρόνο του Δούκα!" απείλησε με τη βραχνή του φωνή. "Εμπρός λοιπόν!" είπε και επίτηδες άφησε το βάρος του σπαθιού να τον ρίξει κάτω, προκαλώντας γέλια για άλλη μία φορά. "Πού κρύβεται ο Δούκας! Δούκα, βγες, όπου κι αν είσαι!"

Φυσικά δεν του απάντησε κανείς. Ο Ριγκολέτο ξίνισε τη μούρη του.
"Α, δειλιάζεις!" φώναξε. "Ωραία λοιπόν! Δείλιασε! Να υποθέσω κι εγώ πως λοιπόν μπορώ να έχω το θρόνο σου; Μήπως να...Α! Κατάρα!"
Σε αυτό το σημείο έριξε πάλι σκόπιμα το σπαθί από τα χέρια του και αναπήδησε για να μην του τσακίσει τα δάχτυλα των ποδιών. Γέλια, γέλια. Ο Ριγκολέτο ευχαριστήθηκε. Όμως μόλις είχε αρχίσει.
"Λοιπόν, από 'δω και στο εξής, αξιότιμοι κύριοι και κυρίες, ο θρόνος ετούτος ανήκει σε μέ!" ανακοίνωσε και βόλεψε όπως μπορούσε την καμπούρα του στον θρόνο. "Μουσικοί! Παίξτε μας κάτι χαρούμενο!"
Οι μουσικοί έπιασαν να παίζουν έναν ζωηρό χορό. Ο Ριγκολέτο πετάχτηκε από το θρόνο κι έπιασε μια αυλικό από τη μέση.
"Χορέψτε μαζί μου, όμορφη κυρούλα μου!" της είπε κι αρχίσανε να χορεύουν όπως λάχει. Οι αυλικοί και οι καλεσμένοι τους ακολούθησαν, ακόμα κι οι παλιοί αυλικοί, εκείνοι που κρατούσαν κακία στον Ριγκολέτο. "Ας το γλεντήσουμε!"
Ο χορός άναψε, με χαρούμενες φωνές να ακούγονται παντού. Οι αυλικοί χτυπούσαν χέρια και πόδια, στριφογύριζαν τις ντάμες τους κι αυτές τους ακολουθούσαν με τσαχπίνικες κινήσεις. Πολύ ευχαριστημένος με τον εαυτό του, ο Ριγκολέτο χώθηκε στη μέση κι άρχισε να τους προστάζει τι να κάνουν.
"Ακολουθάτε με, ακολουθάτε με! Πρώτα οι από αριστερά!"
Και χοροπηδούσε στο ένα πόδι, χτυπώντας το άλλο στο πάτωμα με το ένα χέρι στη μέση και το άλλο απλωμένο μπροστά. Οι από αριστερά έκαναν το ίδιο γελώντας δυνατά.
"Τώρα οι από δεξιά, ελάτε!"
Και χοροπηδούσαν μαζί του στο ένα πόδι, χτυπώντας το άλλο στο πάτωμα με το ένα χέρι στη μέση και το άλλο απλωμένο μπροστά, γελώντας ακόμα δυνατότερα...

Ριγκολέτο (#ιστορικό2020)Nơi câu chuyện tồn tại. Hãy khám phá bây giờ