ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ'

104 15 10
                                    

Η φωνή αυτή, όπως ίσως μαντεύετε, έμελλε να ταράξει για τα καλά τη γιορτινή ατμόσφαιρα στο κάστρο. Όλοι οι αυλικοί γύρισαν τα κεφάλια τους και αντίκρισαν τον γέρο κόμη Μοντερόνε. Ένα σούσουρο απλώθηκε αναμεταξύ τους: ψίθυροι, μουρμουρητά, ερωτήσεις. Τι γύρευε στο κάστρο ο Μοντερόνε, και μάλιστα αυτή τη νύχτα; Ω, ναι...Και ποιος είναι λοιπόν αυτός ο κόμης Μοντερόνε;
Ο κόμης Μοντερόνε ήταν ένας απλοϊκός άνθρωπος και παρ' όλο που ήταν ευγενής και είχε κι αυτός την άνεση να κάνει γλέντια και γιορτές όπως ο Δούκας, αυτός προτιμούσε να ζει ήρεμα με την οικογένειά του στο κάστρο του. Είχε μια κόρη, που την αγαπούσε πολύ, κι είχε φροντίσει να την μεγαλώσει και να την κάνει ένα φρόνιμο και αξιοπρεπές κορίτσι. Όμως στα αυτιά της κόρης του έφτασαν οι φήμες για τις γιορτές του νεαρού Δούκα της Μάντουας, για την ευγένεια που είχε απέναντι στις κυρίες, και φυσικά για την ομορφιά και τα νιάτα του, έτσι το κορίτσι, από περιέργεια, πήγε κάποτε σε μία από αυτές τις γιορτές.
Το αποτέλεσμα είναι προφανές: ο Δούκας δεν αντιστάθηκε σε μια νέα κατάκτηση και αμέσως πολιόρκησε την κόρη του Μοντερόνε, η οποία εκτός των άλλων ήταν και όμορφη κοπέλα. Όταν όμως την άφησε αργότερα για κάποια άλλη, η κοπέλα πόνεσε. Πόνεσε πολύ. Κλείστηκε στην κάμαρά της κι έκλαιγε όλη μέρα κι όλη νύχτα, έτσι, αναπόφευκτα, ο κόμης έμαθε τι είχε συμβεί και, θεωρώντας πως πρέπει να πάρει την τιμή της κόρης του πίσω, περίμενε την επόμενη γιορτή του Δούκα για να πάει να τον αντιμετωπίσει.

Η στιγμή λοιπόν είχε φτάσει. Ο Μοντερόνε, με τις μακριές καστανές φαβορίτες του που γίνονταν μούσια, στάθηκε στη μέση της αίθουσας και σήκωσε ψηλά τα χέρια του για να επιστήσει την προσοχή όλων.
"Ήρθα εδώ απόψε για να μιλήσω στον Δούκα" άρχισε δυνατά και καθαρά ο Μοντερόνε, "όχι ως φίλος, αλλά ως αντίπαλος!"
Ο Δούκας ανασηκώθηκε από το θρόνο του.
"Τι έχθρα έχεις με μένα, κόμη Μοντερόνε;" ρώτησε ερευνητικά.
"Τολμάς και ρωτάς κιόλας;" του απάντησε ο Μοντερόνε. "Έχω έρθει να πάρω πίσω την τιμή του παιδιού μου! Την κόρη μου, που στις γιορτές σου την έκανες μία από τις διασκεδάσεις σου! Εγώ δεν το ανέχομαι! Δεν πρέπει ούτε σε μένα ούτε σε εκείνη! Και δεν έχεις δικαίωμα να ατιμάζεις την οικογένειά μου!"
"Με κατηγορείς ενώ μιλάς με γρίφους" αποκρίθηκε ο Δούκας.
"Ξέρεις πολύ καλά για ποιο πράγμα μιλάω! Για την κόρη μου!"
"Την κόρη σου; Τι σχέση έχω εγώ με την κόρη σου, Μοντερόνε;"
"Μου λες και ψέματα;" σάστισε ο κόμης. "Έχεις το θράσος να μου λες ψέματα;"

Ο Μαρούλλο ήταν έτοιμος να μπεί στη μέση, και τότε, τελείως αναπάντεχα, διέκοψε ο Ριγκολέτο, που τόση ώρα καθόταν δίπλα στο θρόνο.
"Μπορώ να μιλήσω εγώ στον κόμη;" φώναξε χαμογελώντας.
"Τι θέλεις, γελωτοποιέ;" ρώτησε αυστηρά ο Δούκας.
"Τίποτε κακό, άρχοντά μου. Μόνο μία λέξη με τον κόμη"
"Άντε, λοιπόν" δέχτηκε ο Δούκας.
Ο Μοντερόνε κοίταξε τον Ριγκολέτο μ' απέχθεια. Εκείνος κατέβηκε με στραβά βήματα από το θρόνο και τον πλησίασε.
"Αχ, κόμη Μοντερόνε!" είπε ο Ριγκολέτο. "Δεν πειράζει! Σας συγχωρούμε! Σας συγχωρούμε που μας χαλάσατε τη γιορτή κι ήρθατε να παραπονεθείτε για τη δήθεν τιμή που δεν έχει η κόρη σας! Είμαστε καλοί άνθρωποι και σας συγχωρούμε!"
Ο Μοντερόνε έμεινε ακίνητος σαν άγαλμα. Τα μάτια του έμοιαζαν έτοιμα να πετάξουν φλόγες. Ο Δούκας επενέβη ξανά.
"Γελωτοποιέ, τα αστεία σου τα φτάνεις πάντα στα άκρα!" φώναξε στο Ριγκολέτο.
"Μα την αλήθεια!" απάντησε ο Μοντερόνε. "Δεν ήρθα εδώ για να με κοροϊδεύουν! Αν είσαι άντρας, Δούκα, θα έρθεις εδώ να με αντιμετωπίσεις!"
"Ό,τι είχαμε να πούμε το 'παμε, Μοντερόνε" τον έκοψε ο Δούκας και σηκώθηκε από το θρόνο του.
"Μη με αγνοείς, Δούκα! Θα το μετανιώσεις!"
"Πρόσεχε τις απειλές σου, Μοντερόνε!"
"Μη μου γυρνάς εμένα την πλάτη, αυθάδη κι αλαζόνα νεαρέ!" κραύγασε ο Μοντερόνε οργισμένος.

Οι αυλικοί όλοι πάγωσαν στις θέσεις τους. Η δυνατή φωνή του Μοντερόνε σαν να είχε σηκώσει ένα κύμα που τους διαπέρασε ολόκληρους. Φόβος. Ποτέ κανείς δεν είχε τολμήσει να πει τέτοια λόγια στον Δούκα. Για τον δε Δούκα αυτή ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι.
"Ως εδώ ήταν!" κραύγασε. "Συλλάβετέ τον, φρουροί!"
Οι φρουροί κινήθηκαν βιαστικά προς το μέρος του Μοντερόνε και τον άρπαξαν βίαια. Ο κόμης δεν αντιστάθηκε, παρά άφησε να τον ακινητοποιήσουν, με το κεφάλι ψηλά. Ο Δούκας, έτσι όπως ήταν νευριασμένος, γύρισε με βλέμμα που πετούσε αστραπές στον Ριγκολέτο.
"Ορίστε τι έκανες, γελωτοποιέ!" του 'πε.
"Όχι, Δούκα!" μπήκε στη μέση ο Μοντερόνε. "Σου ταιριάζει ετούτος ο καμπούρης! Έχετε το ίδιο φρόνημα! Γι'αυτό λοιπόν θα πληρώσετε με το ίδιο νόμισμα!"
Και σαν η φύση να ήξερε τι ερχόταν, μια αστραπή φώτισε απόκοσμα το παραμορφωμένο από την οργή πρόσωπο του Μοντερόνε καθώς αυτός ξεστόμιζε τα λόγια ετούτα:

"Καταραμένος να 'σαι, Δούκα, εσύ κι όλες οι γενιές που θα φέρεις! Καταραμένος να έχεις ατιμία στον οίκο σου για πάντα!"

Και γυρνώντας στο Ριγκολέτο είπε με αποστροφή στην έκφρασή του:

"Κι εσένα, φίδι βδελυρό, εσένα που γελάς με τον πόνο ενός πατέρα, σε καταριέμαι τριπλά να πέσει πάνω σου συμφορά μεγάλη και ανεπανόρθωτη!"

Μπορεί τα λόγια αυτά να μην τάραξαν διόλου τον Δούκα και τους αυλικούς, όμως ο Ριγκολέτο άσπρισε σαν πανί από τον φόβο του κι η βροντή που ακούστηκε αμέσως μετά τον τάραξε τόσο που κόντεψε να πέσει στο έδαφος.
"Θεέ μου, Θεέ μου, τι τρομερά λόγια!" αντηχούσε μια σκέψη μέσα του και έκανε την καρδιά του να χτυπάει σαν ταμπούρλο και την ανάσα του να φεύγει από τα πνευμόνια του σαν κυνηγημένη.

"Πάρτε τον από εδώ!" διέταξε ο Δούκας και οι φρουροί έσυραν τον Μοντερόνε έξω προς τα υπόγεια, όπου βρίσκονταν τα μπουντρούμια.

Έτσι κάπως, έτσι άδοξα, έληξε η γιορτή. Οι αυλικοί άρχισαν σιγά σιγά να φεύγουν, κι αφού ο Μαρούλλο θύμισε στον καθένα ξεχωριστά το σχέδιο απαγωγής της ερωμένης του γελωτοποιού, χώρισαν οριστικά.
Ο Ριγκολέτο τυλίχτηκε στην μαύρη κάπα του κι έβαλε και την κουκούλα του, μέσα στην οποία έκρυψε την - απόψε αχρησιμοποίητη - τρομπέτα του και την μαριονέτα από τσόχα. Προσπαθούσε να ξεχάσει την κατάρα του Μοντερόνε αλλά τώρα αντηχούσε στα αυτιά του μέσα στο σκοτάδι και τον τρόμαζε ακόμη περισσότερο. Ένιωθε το κεφάλι του να γυρίζει, να γυρίζει, και στο μυαλό του μιλούσε συνέχεια η βροντερή φωνή του Μοντερόνε:

Κι εσένα, φίδι βδελυρό, εσένα που γελάς με τον πόνο ενός πατέρα, σε καταριέμαι τριπλά να πέσει πάνω σου συμφορά μεγάλη και ανεπανόρθωτη!

"Αχ!" ψέλλισε ο Ριγκολέτο. "Αυτός ο γέρος με καταράστηκε!"

Ριγκολέτο (#ιστορικό2020)Nơi câu chuyện tồn tại. Hãy khám phá bây giờ