ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΑ'

63 11 9
                                    

Ο άνεμος για ακόμη μια φορά λυσσομανούσε κοντά στο δάσος, ευτυχισμένος που άκουγε τα κλαδιά των δέντρων να λυγίζουν και να χτυπάνε εξαιτίας του. Η βροχή φούσκωνε τα νερά του ποταμού και η αφρόντιστη στέγη του πανδοχείου έτριζε.
Αν νομίζετε ότι η νύχτα με την οποία ξεκίνησαν όλα ήταν άσχημη, πού να βλέπατε αυτήν εδώ. Ήταν ακόμη πιο πίσσα σκοτάδι κι όλοι έτρεμαν από το κρύο και τον παγωμένο άνεμο. Αστραπές και βροντές τάραζαν τη σιωπή. Δεν έπεφτε κατακλυσμός όπως τότε, αλλά και πάλι η βροχή σκέπαζε τα πάντα με νερό.

Αλλά ξανά, ξανά ο Δούκας κι οι αυλικοί του, κλεισμένοι στο χάνι του Σπαραφουτσίλε και της Μανταλένας δεν τρόμαζαν μπροστά στην άσχημη νύχτα. Αντίθετα, χασκογελούσαν, υπό την μαγεία του γλυκού κρασιού, τυλιγμένοι στις κάπες τους, με τα γάντια και τα καπέλα τους για να είναι προστατευμένοι από το κρύο που πάλευε να διεισδύσει από τα παράθυρα.
Έχοντας δει το Δούκα, μια εμμονή ότι θα ερχόταν κι ο Ριγκολέτο σφήνωσε στο μυαλό του δολοφόνου Σπαραφουτσίλε. Πήγε στον στάβλο να τον περιμένει κρυφά. Άναψε μια μικρή φωτιά και κάθισε εκεί, καιροφυλακτώντας.

Μοναχοί τους μέσα στο πανδοχείο, οι αυλικοί και ο Δούκας διασκέδαζαν με απίστευτη φασαρία. Ο Δούκας τράβηξε το ξίφος του από τη θήκη του, ένα γυαλιστερό, λεπτεπίλεπτο ξίφος, το ανέμισε επιδέξια στον αέρα κι έπιασε να τραγουδά έναν χαρούμενο σκοπό, που από λόγια πήγαινε κάπως έτσι:

Η γυναίκα είναι άστατη, σαν πούπουλο στον αέρα
Συνέχεια αλλάζει στην φωνή της και στη σκέψη της
Πάντα ελκυστική, με χαριτωμένο πρόσωπο,
Μα στο κλάμα, στο γέλιο, πάντα ξεγελά

Απίστευτα δυστυχισμένος όποιος την εμπιστευτεί,
Όποιος της ανοιχτεί, απρόσεκτη η καρδιά του!
Όμως δεν μπορεί να είναι ολότελα ευτυχισμένος
Όποιος δεν έχει γευτεί τον έρωτα σ' αυτά τα στήθη

Ω, Δούκα! Νεαρέ μου απερίσκεπτε Δούκα! Νομίζεις ότι τα νιάτα κρατούν για πάντα; Ότι πάντα θα μπορείς να είσαι άστατος σαν πούπουλο στον αέρα και να γεύεσαι τον έρωτα σε διαφορετικά στήθη κάθε φορά; Ω, να 'ξερες μόνο ποιος τρομερός εχθρός σου παραμονεύει...

Και να, κατά φωνή! Καθώς οι αυλικοί χειροκροτούσαν ενθουσιασμένοι το τραγούδι του Δούκα, ξεπρόβαλλαν δειλά δύο σκιές μέσα στην έρημη νύχτα. Ο ένας άντρας καμπούριαζε τυλιγμένος σε μια μαύρη κάπα κι ο άλλος ήταν ένα αγόρι μικροκαμωμένο με ρούχα που του 'πεφταν μεγάλα.
Πλησίασαν το χάνι. Ο μικρός είχε λαχανιάσει από τον ποδαρόδρομο και το κρύο. Ο άλλος άντρας τον κρατούσε σφιχτά πάνω του.

Ριγκολέτο (#ιστορικό2020)Dove le storie prendono vita. Scoprilo ora