Δεν υπήρχε όμως περίπτωση οι αυλικοί να γλίτωναν από τον γελωτοποιό. Έτσι νόμιζε ο Ριγκολέτο. Στην προκειμένη περίπτωση οι αυλικοί τον περίμεναν με ανοιχτές αγκάλες. Κι όταν άκουσαν τον γνωστό ήχο από τα ξυλοπάπουτσά του στον προθάλαμο του κάστρου, τότε όλοι χαμογέλασαν πλατιά. Το μάτι του Μαρούλλο γυάλιζε.
"Ησυχία όλοι! Έρχεται!" είπε ο Μαρούλλο.
"Άμοιρε Ριγκολέτο!" έκανε ο Μπόρσα γελώντας.Ο Ριγκολέτο είχε ξεκινήσει από το σπίτι του αποφασισμένος για όλα. Είχε μείνει ξάγρυπνος όλη νύχτα, να βασανίζεται για αυτό που του είχε συμβεί. Δεν σκεφτόταν τίποτε άλλο πέρα από την εκδίκηση που θα έπαιρνε από τους αυλικούς, μα πρώτα, θυμήθηκε, έπρεπε να πάρει πίσω το παιδί του. Θα έκανε τα πάντα, πραγματικά τα πάντα, προκειμένου να του δώσουν τη Τζίλντα πίσω.
Μόλις ξύπνησε ετοιμάστηκε κι έφυγε για το κάστρο τρέχοντας σχεδόν στο δρόμο. Το ήδη άσχημο πρόσωπό του έμοιαζε τώρα πιο παραμορφωμένο από ποτέ. Το ένα του μάτι είχε πεταχτεί έξω θαρρείς, και τα στραβά του δόντια σφίγγονταν τόσο πολύ μεταξύ τους που νόμιζες ότι θα σπάσουν το ένα το άλλο. Συνέχισε.
Όταν έφτασε λοιπόν στο κάστρο, χωρίς καν να παρουσιαστεί όπως έπρεπε, μπήκε από την είσοδο του υπογείου, όπου έμπαιναν οι υπηρέτες, κι άρχισε να ανεβαίνει τις απότομες πέτρινες σκάλες χτυπώντας δυνατά τα ξυλοπάπουτσά του στα σκαλιά.Άνοιξε με θόρυβο την πόρτα της μεγάλης αίθουσας και μπήκε. Οι αυλικοί ήταν όλοι μαζεμένοι και τον κοιτούσαν σαν να μην είχε συμβεί τίποτα. Προσπαθώντας να κρύψει την ανησυχία και τη θλίψη του από τα εξεταστικά τους βλέμματα, ο Ριγκολέτο άρχισε να τραγουδάει ένα εύθυμο τραγουδάκι με πολύ εμπνευσμένα λόγια. Πήγαινε κάπως έτσι:
Λα ρα, λα ρα, λα ρα
Λα ρα, λα ρα
Λα ρα, λα ρα
Λα λα λα λα λα, λα λα ρα
Λα ρα λα ρα"Ω! Ο Ριγκολέτο! Καλημέρα, Ριγκολέτο!" χαιρέτησαν εντελώς ενθουσιασμένοι οι αυλικοί λες και χαιρετούσαν κανέναν πολύ αγαπημένο τους φίλο που τους είχε λείψει απίστευτα.
Νυφίτσες, σκέφτηκε ο Ριγκολέτο. Όλοι στο κόλπο ήσασταν!
Προχώρησε με την πλάτη στον τοίχο, χωρίς να πλησιάζει τους αυλικούς. Ο Μαρούλλο βγήκε μπροστά κορδωμένος.
"Τι λέει, γελωτοποιέ;" ρώτησε με χαμόγελο.
"Τι λέει, γελωτοποιέ;" κορόιδεψε ο Ριγκολέτο. "Βρε ουστ! Πιο βαρετός δεν μπορείς να γίνεις;"
Όλοι έβαλαν τα γέλια και παρ' όλο που είχαν δήθεν συνεννοηθεί να το κάνουν επίτηδες, ήταν κανονικά γέλια. Ο Μαρούλλο έκανε να τραβήξει το ξίφος του κι ο Τσεπράνο του έσφιξε τον καρπό συγκρατώντας τον.
Στο μεταξύ ο Ριγκολέτο, τραγουδώντας πάλι τα λα ρα, λα ρα του, έψαχνε τριγύρω, δήθεν αδιάφορα, προσπαθώντας να μαντέψει που είχαν κρύψει τη Τζίλντα του.
BẠN ĐANG ĐỌC
Ριγκολέτο (#ιστορικό2020)
Tiểu thuyết Lịch sửΑυτή είναι μια μικρή διασκευή της ομώνυμης όπερας του Τζουζέπε Βέρντι ("Rigoletto"). Το Δουκάτο της Μάντουας στην Ιταλία, γύρω στον 16ο αιώνα, διοικεί ένας νεαρός Δούκας, υπερβολικά ξέγνοιαστος και γυναικάς, που στα όργιά του αποπλανεί τις γυναίκες...