To βράδυ εκείνο την Βαγγελιώ θα την έπαιρνε ο ύπνος αγκαλιά με το κινητό της. Άργησε να κοιμηθεί και ο ύπνος της ήταν ανάστατος. Κάθε τόσο ξυπνούσε και κοιτούσε έξω αλλά το ξημέρωμα της παραμονής πρωτοχρονιάς δεν έλεγε να έρθει. Σαν να ήταν η πιο μεγάλη νύχτα της ζωής της. Πολύ αργά θα ηρεμούσε στον ύπνο της μόνο σαν στο όνειρο της θα ένιωθε το χέρι της μητέρας της. Ήταν λευκό . Το ένα της νύχι στραβό απο ένα χτύπημα που είχε κάνει μικρή με τσεκούρι.
"Είχα ξεχάσει το χέρι σου μαμά"
Δάκρυα απο τα κλειστά της μάτια θα κυλούσαν στο μάγουλο της. Και στην δίνη του ονείρου ένιωσε πως ήταν ξαπλωμένη σε ένα λευκό μανδύα. Ο ουρανός ήταν σκοτεινός αλλά χιλιάδες πολύχρωμα αστέρια έσκαγαν σαν πυροτεχνήματα . Το χέρι της μητέρας της χάιδευε τα μαλλιά της. Στο λευκό μανδύα ένας άγγελος εμφανίστηκε. Ζεστός . Κόκκινος σαν αίμα.
"Μαμά"
"Μην φοβάσαι βελανιδάκι..μην φοβηθείς"
Ξύπνησε χωρίς να θυμάται το όνειρο.
Αλλά όλη εκείνη την ημέρα ένιωθε να την συντροφεύει η μυρωδιά της μητέρας της.
Πρωτοχρονιάτικο party
"Βαγγελιώ σου λέω υπάρχει πρόβλημα, είναι πολύς ο κόσμος που θέλει να μπει μέσα στο μαγαζί και αρχίζει να γίνεται μανούρα έξω"
"Περικλή δεν μπορώ να αφήσω το πόστο μου κανόνισε το με τους μπράβους έξω, χιονίζει ο κόσμος δεν θα μείνει για πολύ στην ουρά"
Προσπαθώ να χαμηλώσω την ενδοεπικοινωνία στο αφτί μου καθώς ακούω τις φωνές της εξωτερικής φρούρησης να τσακώνονται με το πλήθος.
Υπάρχει στο χώρο πολύ καπνός, πολύ φωτορυθμικό και πολύ δυνατή μουσική. Σε μεγάλες οθόνες παίζουν φωτογραφίες του Δημήτρη. Το μαγαζί έχει γεμίσει με το που άνοιξαν οι πόρτες. Η Σαμάντα περιφέρεται με ένα ποτήρι στο χέρι και μιλάει τους επίσημους καλεσμένους απο τις διαφημιστικές. Γύρω απο τον Δημήτρη έχω στείλει τρεις μπράβους κι εγώ είμαι παντού.
Τσεκάρω τον κόσμο. Κοιτάω για ύποπτες κινήσεις. Πρώτο μας μέλημα είναι να είναι καθαρό το πάρτυ. Η Σαμάντα δεν θέλει να γίνει καμία μαλακία με ναρκωτικά γιατί ο Δημήτρης θα χάσει την διαφήμιση της Boss.
Εγώ το μόνο που θέλω είναι εκείνος να μην πάρει τίποτα.
Και γενικά να μην πιεί.