🔘

50 6 2
                                    

Θα μιλήσω για μια:

Ερωτευμένη

Μάλιστα!
Ερωτευμένη ήταν κυρίες και κύριοι!

Η κοπέλα ήταν ερωτευμένη

Πληγωμένη,μπερδεμένη,τρομαγμένη

Αλλά πάνω απ' όλα ερωτευμένη

Πράγμα που δε, ενέντεινε τον θρήνο της όταν ήρθε αντιμέτωπη με μια μονόπλευρη αλήθεια

Την έβλεπα απ' το απέναντι μπαλκόνι να ωρίεται,να σπάει,να κλαίει και να κοιμάται λόγω εξάντλησης

Η πνευματική της κατάσταση ταλαντιζόταν κι η λογική υπέφερε με την συναισθησία

Δεν ήθελα να επέμβω για να μη τρομάξει

Μα κάθε βράδυ,όταν γυρνούσε σπίτι στις 01:07 με πρισμένα μάτια,άνοιγα τη μπαλκονόπορτα και το πιάνο μου και της μιλούσα με τις νότες μου.

Στην αρχή της φάνηκε για σύμπτωση.Μετά γυρνούσε ένα λεπτό νωρίτερα για να κάτσει στο παράθυρο να ακούσει τη μελωδία.Στο τέλος καταλήξαμε έπειτα από κάθε κομμάτι να αναλύουμε το τι ήθελε να εκφράσει ο συνθέτης.

Σχολίαζε πιο απλοϊκά,πιο παραμυθένια.Σχολίαζε με εικόνες.Δεν ήταν άλλωστε μουσικός.Δε γνώριζε τον συνθέτη.

Δεν ήξερε ότι τα έργα που της έπαιζα τα έγραφα για εκείνη.

Δεν είναι ότι είχα πάθει εμμονή μαζί της,μην ακουστώ και παρανοϊκός,απλά πονούσα να την ακούω στεναχωριμένη.

Γίναμε φίλοι μπορεί να πει κάποιος.Όχι απ' τους συνηθισμένους,που βγαίνουν έξω ή μιλάνε για τα ερωτικά τους.

Εμείς συζητούσαμε μέσω της μουσικής.Ένα βράδυ,γύρισε στις 12.Την άκουσα όταν έκλεισε το παράθυρο και τις κουρτίνες.
Μετά στις 1 τα άνοιξε ξανά κι εγώ την είδα με μία κλασική κιθάρα στα χέρια.

Μου 'πε πως είχε χρόνια να παίξει.Δε με πείραξε,δεν θα την έκρινα έτσι κι αλλιώς.

Ξεκίνησε με συγχορδίες.Άκουσα και τη φωνούλα τους.Ψιλή και χαμηλόφωνη,ντρεπόταν.Συνέχισε και δυνάμωνε.

Τραγουδούσε κι έπαιζε ένα νανούρισμα.Μου τo έλεγε η γιαγιά μου όταν έμενα σ' αυτήν.Βούρκωσα.

Τελείωσε και με κοίταξε. Συνοφρυώθηκε και με ρώτησε γιατί κλαίω.

«Συγκινήθηκα»

Έκανε να απλώσει το χέρι της αλλά δε με έφτανε.Κοίταξε το κενό μας και το άφησε να πέσει χαλαρά στο σώμα της.

Τη ρώτησα γιατί κλαίει τα βράδυα.Περίμενα να αρπαχτεί,να τρομάξει.

Αυτή μου χάρισε ένα θλιμμένο χαμόγελο.

«Ο έρωτας με έχει αλυσοδέσει κι εγώ σφίγγω τις αλυσίδες»

Είπε ένα καληνύχτα και έκλεισε το παντζούρι της.

Εγώ έμεινα να κοιτάζω το κλειστό παντζούρι.

Την επόμενη νύχτα δεν βγήκε στο μπαλκόνι.

Ούτε τη μεθεπόμενη.

Την τρίτη μέρα έμαθα ότι μετακομίζει ο «καλό» της.

Για πρώτη φορά πήγα και της χτύπησα το κουδούνι και μου άνοιξε ένας άνδρας.

Τον κοίταξα και ζήτησα συγγνώμη.

Μετά από μήνες,έχει μπει ο Αύγουστος, εγώ να παίζω στο πιάνο το μόνο κομμάτι που έγραψα αφού σταμάτησε να βγαίνει,με μία μπύρα που και που στο χέρι.

Εκείνο το βράδυ βγήκε.Δεν είπε τίποτα,απλά άκουγε.

Μόλις τελείωσα με ρώτησε:

«Πώς λέγεται;»

Την κοίταξα.Το ένιωσα εκείνη τη στιγμή ότι ήταν η τελευταία φορά που μου την χαρίζει η μοίρα.

Σηκώθηκα απ' το σκαμπό και κάθισα στα κάγκελα του μπαλκονιού.Η ανάσα της κόπηκε.

«Μονόπλευρα δεν αγαπά μόνο ένας»

Της χαμογέλασα με εκείνον τον θλιμμένο τρόπο που το 'χε κάνει κι εκείνη τότε.

Τα πόδια μου αιωρούνταν στον αέρα,εκείνη με κοιτούσε προσπαθώντας να καταλάβει κάτι.

Το επόμενο βράδυ η κοπέλα κατεβάζοντας το παντζούρι, βρήκε έναν φάκελο με παρτιτούρες για πιάνο και συγχορδίες για κιθάρα.

Αμέσως έπιασε την κιθάρα, που είχαν περάσει μήνες από εκείνη τη νύχτα και το νανούρισμα, και δοκίμασε να παίξει.

Ήταν το κομμάτι,αυτό το τελευταίο.Σήκωσε το βλέμμα της στο απέναντι παράθυρο μα δεν αντίκρισε το πιάνο.Δεν αντίκρισε την νυχτερινή συντροφιά της.

Την επόμενη μέρα πήγε στην πολυκατοικία και ρώτησε μια γειτόνισσα που πήγε ο νεαρός της οικοδομής.

«Α!Καλέ αυτός βραβεύθηκε σε έναν διαγωνισμό μουσικής κι έφυγε στο Βερολίνο,τον ζήτησε η ορχήστρα εκεί ή κάτι τέτοιο»

Γύρισε στο σπίτι της.Πάλι μόνη.Ο «καλός» της είχε φύγει πλέον,τον άφησε μια και καλή.

Μες τη σιωπή σαν να τη φώναζε κάτι,πήρε την παρτιτούρα του πιάνου που της είχε αφήσει.

Το τέλος δεν ήταν σωστό.Δεν τελείωνε στη πρώτη μα στην τρίτη.

Δεν τελείωνε γιατί κι ο μονόπλευρος έρωτας δεν ολοκληρώνεται.

Και μονόπλευρα δεν αγαπά μόνο ένας.

Σελίδες αυτών που ερωτεύτηκαν βουβάWhere stories live. Discover now