Βρισκόμαστε σε ένα χωριό κοντά στα βόρεια της Μακεδονίας, ανάμεσα σε Κιλκίς και Σέρρες.
Το χιόνι έφτανε λίγο ποιο κάτω από το γόνατο και τα σχολεία έδωσαν την τελευταία ώρα το ελεύθερο στους μαθητές να φύγουν.
Το λεωφορείο έφτασε στην είσοδο του χωριού.
Η Μαριάνθη με τη καλύτερη φίλη της την Χριστίνα γύριζαν από το σχολείο με τα γάντια το βαρύ μπουφάν και τους σκούφους, τα πρόσωπα τους είχαν γίνει κόκκινα απο το κρύο.Μόλις πέρασαν έξω από το καφενείο του χωριού δύο, τρία βλέμματα γύρισαν και τις κοίταξαν από περιέργεια και χωρίς καμία διακριτικότητα.
- Κουράγιο φιλενάδα του χρόνου θα πάμε τρίτη λυκείου. Και θα φύγουμε από αυτό τον καταραμένο τόπο. Είπε η Χριστίνα.
- Ναι... θα δώσω εξετάσεις να γίνω αεροσυνοδός, θα πετάω από το Παρίσι στο Λονδίνο και μετά ποιος ξέρει, Νέα Υόρκη και Βραζιλία. Είπε η Μαριάνθη.
-Ελπίζω να μην με ξεχάσεις. Είπε η Χριστίνα με παράπονο.
-Όχι βέβαια, θα σου στέλνω φωτογραφίες από οποίο μέρος και αν βρεθώ. Και εννοείται πως θα σε παίρνω τηλέφωνο κάθε βδομάδα. Ίσως και σε κάποια ταξίδια. Απάντησε η Μαριάνθη,χαμογελωντας.
Μόλις έφτασαν στο σπίτι της Μαριάνθης τα δύο κορίτσια αποχαιρετήθηκαν.
-Κοίτα να διαβάσεις για αύριο έχουμε διαγώνισμα στα μαθηματικά. Είπε η Χριστίνα.
Και συνεχίζει.
-Διαφορετικά δεν θα γίνεις αεροσυνοδός. Θα μένεις εδώ να μαζεύεις κάστανα.
Και γέλασαν.
Η Μαριάνθη μπήκε στο σπίτι, ή παλιά πόρτα έτριξε ανατριχιστικά, το σπίτι μυρίζε μούχλα υγρασία και κρασί.
Στο τραπέζι καθόταν ο Σταύρος ο πατριός της ο δεύτερος συζυγός της μητέρας της. Και κοιμόταν, "πάλι φέσι έγινε" σκέφτηκε η Μαριάνθη.
Ο βιολογικός πατέρας της είχε πεθάνει σχεδόν πριν πέντε χρόνια, είχε ποντάρει ότι είχε και δεν είχε σε γεωργικά μηχανήματα και τρακτέρ από τη Βουλγαρία.
"θα γίνουμε πολύ πλούσιοι Αριστείδη" του έλεγε ο συγχωριανός του ο Παναγιώτης.
Το αποτέλεσμα ήταν μια πανωλεθρία και τα τρακτέρ που θα τους έκαναν πλούσιους τους άφησαν μπατήριδες και χρεωμένους,ούτε καν σπίτι δεν είχαν πλέον.
Σε έξι μήνες ο κυρ Αριστείδης κρεμάστηκε και άφησε γυναίκα και κόρη με τα χρέη.
Ο μητέρα της Μαριάνθη η κυρία Λαμπρινή ήταν πολύ όμορφη γυναίκα και στεκόταν στον άνδρα της λαμπάδα αναμμένη. Όταν ήρθε η καταστροφή γέρασε απότομα. Έχασαν τα πάντα μέσα σε μια νύχτα.
Τότε ήταν που τη ζήτησε σε γάμο ο Κύριος Σταύρος ένας χηρος με μια κόρη στην ηλικία της Μαριάνθης από τα κοντινά χωριά, ο Κυρ Σταύρος ήταν 60 χρόνων με καράφλα κοιλιά και με μουστάκια. Η μεγάλη του αγάπη ήταν το ποτό, το κρασί συγκεκριμένα.
Η Λαμπρινή τι να κάνει μόλις 40 χρόνων μόνη με ένα κορίτσι έντεκα χρόνων, καταχρεωμένη και το χωριό να συζητάει... είπε το "ναι"
Την ημέρα του γάμου η ο Σταύρος ήθελε να ήταν όλα τέλεια, έφερε στην εκκλησία τη μάνα του που καμάρωνε τον κανακάρη σαν γύφτικο σκεπάρνι και ας ήταν το μόνο πράγμα που έλεγε "ανάθεμα την ώρα που μπήκε στο σπίτι μας ή πουτάνα με το μπάσταρδο της" και η κόρη η Άννα δεν δέχτηκε να μείνει μαζί τους, έμεινε με την γιαγιά της. Δεν ήθελε καν να μοιραστεί τίποτα με ένα μπάσταρδο που ήρθε να αρπάξει τη περιουσία του πατέρα της.
Η Μαριάνθη κατάλαβε πως τώρα ξεκινούσαν τα "καλύτερα"
Μόλις παντρεύτηκαν μετάκομισαν στο χωριό του Σταύρο.
Δεν πρόλαβαν να μπουν στο σπίτι και να φύγουν τα ρίζια από το γάμο. Ο Σταύρος σήκωσε για πρώτη φορά το χέρι στη Λαμπρινή που άστραψε.
-Όταν θα ξανάπούνε αστείο για μένα δεν θα ξανά γελάσεις. Δεν θα με ξεφτιλίζεις εσύ.
Αλλιώς πάρε το μπάσταρδο σου και φύγε, να ψοφήσετε στη πείνα. Κατάλαβες ρεεεεεεε.Η Λαμπρινή το μόνο που έλεγε
-μάλιστα Σταύρο μου και συγνώμη Σταύρο μου.
Με το που μπήκε μέσα η Μαριάνθη είδε τη μάνα της ξαπλωμένη και το ένα μάτι μελανιασμενο
-πάλι της σήκωσε χέρι ο μαλάκας , πάλι.
Δεν θα φύγω από εδώ; ρε μαύρη πέτρα θα ρίξω, θα πάρω τη μάνα μου και θα φύγουμε.Τότε ξύπνησε ο Σταύρος, φορούσε φανέλα με τιράντες και με ανοιχτό το παντελόνι.
- Μαριάνθη, κρασί. Φώναξε.
YOU ARE READING
Γιατί.....;
Short StoryΤο γιατί είναι ερωτηματικό μόριο και αιτιολογικός συνδεσμος που ακούμε και λέμε κάθε μέρα, από όλες τις γλώσσες του πλανήτη μας. Είναι για να ρωτήσουμε κάτι ή να αιτιολογησουμε μια κατάσταση. Πολλές φορές όμως όταν ξαπλώνουμε το βράδυ το σκεφτό...