Κεφάλαιο 2 : Ο Εφιάλτης

8 0 0
                                    

Η Μαριάνθη τον αγνόησε.

Και συνέχισε.

-Κρασί, είπα ρε μαλακισμένο,δεν ακούς που σου μιλάω.

Η Μαριάνθη ένιωσε να τρέμει από το φόβο.

Και ο Σταύρος σηκώθηκε και έβγαλε τη ζώνη,για να τη χτυπήσει.

Τότε μπήκε η μάνα της ανάμεσα τους.

-Όχι Σταύρο μου, όχι θα σου φέρω εγώ το κρασί, είναι παιδί, δεν το βλέπεις ; του είπε η μάνα.

- Εάν δεν κάνετε ότι σας λέω πάρτην  και φύγετε. Πολύ σας ανεχτηκά.

Η μάνα κατέβασε το κεφάλι.

Ο Σταύρος της έριξε μια δυνατή με τη  ζώνη στο πρόσωπο της Λαμπρινής και γονάτισε.

Η Μαριάνθη είχε βουρκώσει δεν άντεχε να βλέπει την μητέρα της να ταπεινώνεται και έσφιξε τις γροθιές της. Τα πρώτα δάκρυα άρχισαν να κυλάνε.

Και πήγε να φέρει το κρασί.

- Που πας; τη ρώτησε ο Σταύρος.

- Να σου φέρω το κρασί. Απάντησε η Μαριάνθη.

- Όχι κάτσε εδώ. Θα πάει η μάνα σου.

Και συνέχισε.

- Τελικά δεν είσαι παιδί, που λέει η μάνα σου.
Είσαι κοτζάμ γυναίκα πλέον.

Και τα σάλια του έτρεξαν από τα χοντρά μάγουλα  του.

Η Μαριάνθη τον κοίταγε με μισός.

Και μια τη μάνα της που είχε γονατίσει μπροστά του και έκλαιγε.

Ο Σταύρος τη κοίταγε και αυτός.

-Θέλω να βγάλεις τα ρούχα σου. Να δείξω στη μάνα σου πως δεν είσαι παιδί.

- Τιιιιιιιιιιι; έκανε η Μαριάνθη.

-Αυτό που άκουσες. είπε βλοσυρά. Και σήκωσε τη ζώνη απειλητικά προς την Λαμπρινή.

Η Μαριάνθη περίμενε μια υποστήριξη.

Άλλα η Λαμπρινή είχε σκυμμένο το κεφάλι.

- Όχι Σταύρο μου, όχι, είναι όλα εντάξει, ότι πεις εσύ από εδώ και πέρα.

- Θέλω να βγάλεις τα ρούχα σου. Γρύλησε.

Και συνέχισε.

- Και δεν θα χτυπήσω άλλο τη μάνα σου σήμερα.

Η Μαριάνθη έβγαλε το φούτερ, το τζιν, παπούτσια, κάλτσες και έμεινε με τα εσώρουχα.

- Είπα βγάλτα όλα, είπε άγρια.

Έβγαλε το σουτιέν και το κάτω εσώρουχο.

Έκρυψε τη γύμνια της με το χέρι της όσο μπορούσε.

- κατέβασε το χέρι σου. Την διέταξε.

Και το κατέβασε.

Του Σταύρου του έτρεχαν τα σάλια είχε ιδρώσει και κοίταγε σαν λιγούρι

-Βλέπεις μωρή, η κόρη σου έχει πλέον μεγάλα βυζία και μεγάλες ρώγες,εχω άδικο πες μου μωρή.

- Όχι Σταύρο μου, έχεις δίκιο μεγαλώνουν τα παιδιά. Απάντησε μέσα σε κλάματα η Λαμπρινή.

Η Μαριάνθη πήρε τα ρούχα της και όση αξιοπρέπεια της έμεινε και έφυγε στο δωμάτιο της.

Η Λαμπρινή μπήκε στο δωμάτιο της Μαριάνθης

-Συγνώμη, παιδί μου, συγνώμη, δεν σου αξίζει τέτοια ταπείνωση.

Η Μαριάνθη τη κοίταξε με δάκρυα στα μάτια.

- Γιατί; γιατί μαμά; ρώτησε.

-Γιατί χωρίς τον Σταύρο θα είχαμε πεθάνει από τη πείνα και το κρύο, ούτε σπίτι δεν έχουμε.

Η Μαριάνθη γύρισε πλευρό.

- Σε παρακαλώ κόρη μου, μην με αδικείς ο πατέρας σου μας άφησε μόνο τα χρέη του.
Μόλις φτιάξουν τα πράγματα θα
φύγουμε, στο υπόσχομαι.

Και βγήκε από το δωμάτιο.

Η Μαριάνθη έβαλε μουσική στα ακουστικά της.
Και έκλαψε, έκλαψε με λυγμούς, μέχρι που τη πήρε ο ύπνος.

Ήταν πλέον μόνη της. Τα γιατί της δεν πρόκειται να απαντηθούν ποτέ.

Γιατί.....; Where stories live. Discover now