Κεφάλαιο 4: Άννα

7 0 0
                                    

Η Άννα πήρε το όνομα της από την γιαγιά της.

Που εκτός από Άννα την γιαγιά της στο χωριό την έλεγαν Βαλέρενα γιατί τον συγχωρεμένο τον άνδρα της τον έλεγαν Βαλέριο. Στα κρυφά οι χωριανοί και πίσω από τη πλάτη της τη φώναζαν "κοντεσα Βαλέρενα" γιατί είχε μια έπαρση όταν μιλούσε ειδικά για τα χωράφια τους και τα κτήματα τους.

Ότι είχαν, το είχε φτιάξει ο μακαρίτης ο πεθερός της που πριν από το πόλεμο είχε πάει στη Αυστραλία σαν εργάτης, έφτιαξε ένα καλό κομπόδεμα και αγόρασε κάποια χωράφια σε τιμή ευκαιρίας. Όταν αποφάσισε πως ήρθε η ώρα να αφήσει τα κοκαλάκια του στο τόπο του. Και πούλησε ότι είχε στη Μελβούρνη μαζί με ότι είχε μαζέψει τόσα χρόνια σκληρής εργασίας. Και ήρθαν στη πατρίδα να το παίξουν λεφτάδες

Τα χωράφια του έφεραν καλή σοδειά σε σιτάρι και το σιτάρι έφερε αλλά χωράφια και τα χωράφια έφεραν ένα πάρα πολύ καλό εισόδημα.

Η Άννα η νεότερη που λέτε δεν έμενε στο σπίτι του Σταύρου αλλά στο σπίτι της συνονοματης γιαγιά της. Πότε δεν έπαιξε με την Μαριάνθη όταν ήταν μικρές, ποτέ δεν χτένισαν κούκλες η δεν έκαναν πως μαγειρεύουν με κουζινικά παιχνίδια ή ομαδικά παιχνίδια όπως κρυφτό η κυνηγητό αλλά η καθεμία είχε τη δικιά της παρέα.

Άκουγε από μικρή την γιαγιά της να φωνάζει η "πουτάνα με το μπάσταρδο της που ήρθαν να μας φάνε την περιουσία και να μας πετάξουν έξω". Βέβαια η Άννα η πρεσβύτερη δεν έχανε ποτέ την ευκαιρία να κάνει σουλάτσο στο σπίτι του γιου της και να κάνει τη ζωή της Λαμπρινής πάρα πολύ δύσκολη, βρωμιάρα την ανέβαζε τεμπέλα τη κατέβαζε

Η Άννα δεν την αποκάλεσε ποτέ την Μαριάνθη αδερφή και ας ήταν ετεροθαλής. Μόνο μίσος είχε για την Μαριάνθη που στο μυαλό της φάνταζε ότι την πετούσε έξω από το σπίτι.

Τα δύο κορίτσια μεγάλωσαν και το σώμα τους άρχιζε να αλλάζει η Μαριάνθη είχε ψηλώσει είχε ανοιχτές πλάτες με μεγάλο στήθος μελαχρινή με κάστανα ματια.

Η Άννα ήταν πιο μικροκαμωμένη, τσουποτή με πιο μικρό στήθος και πλάτες είχε κάστανο μαλλί και κάστανα ματια.

Έβλεπε πως ο αντρικός πληθυσμός ψήφιζε την Μαριάνθη και αυτό την έκανε την Άννα να την ανταγωνίζεται πολύ παραπάνω.

Σκοπός ήταν να τη κάνει να φύγει από το σπίτι, τα νέα κυκλοφορούσα πως ο Σταύρος έδερνε τη καψερή τη Λαμπρινή, και αυτό τη χαροποιούσε  και έλεγε από μέσα της.
"πήραν αυτό που τους άξιζε, δεν θα πάρουν την περιουσία μας."

Μόλις έμαθε για το σχολικό πάρτι έβαλε στο μυαλό της ένα σχέδιο πως θα έβγαζε εκτός την αντίπαλο της, μια και καλή.

Το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να κλείσει ραντεβού με τον Chris "ένα καλόπαιδο "που ζούσε στη διπλανή κωμόπολη και ήταν συμμαθητές, ο Chris είχε τον μεγάλο τον αδερφό του που έφερνε χασίς η χάπια από την Αλβανία και τη Βουλγαρία.

- Σίγουρα δεν θα πεθάνει η δεν θα γίνει κάτι άσχημο; Ρώτησε η Άννα τον Chris.

- Σίγουρα σου λέω μόνο στο ποτό θα το ρίξεις και όλα τα άλλα θα τα κάνει μόνο του, μόνο μερικές ώρες θα της πάρει . Είπε Ο Chris.

Και του έδωσε τα λεφτά.

Στο δρόμο της επιστροφής η Άννα γελούσε σατανικά... σκεφτόταν," επιτέλους θα τη πετάξω έξω από το σπίτι μου. Επιτέλους, επιτέλους, επιτέλους"

Γιατί.....; Where stories live. Discover now