Κεφάλαιο 3: ένα πολύ άσχημο πράγμα

12 0 0
                                    

Την επόμενη μέρα η Μαριάνθη ήταν σε πολύ άσχημη ψυχολογική κατάσταση.
Ένιωθε πλέον μόνη, στο κτήνος που το έλεγαν Σταύρο.

Στο σχολείο το μυαλό της ήταν πως θα έφευγε από το σπίτι με τη μάνα της.
Η Λαμπρινή πλέον ήταν ένα φάντασμα στο σπίτι ένα φοβισμένο άβουλο ον, της είχαν πέσει πολλά από τα πλούσια μαλλιά της και ειχε χάσει αρκετά δόντια από τις μπουνιές που έτρωγε.

Στο χωριό βέβαια κάνεις να μην την υποστηρίζει, έκαναν πως δεν έβλεπαν, ενώ ΌΛΟΙ ήξεραν τι γινόταν.

Η Μαριάνθη το έβαλε σκοπό..θα έφευγε και θα γινόταν αεροσυνοδός, φανταζόταν τον εαυτό της ψηλά στον αέρα, σε ξένα μέρη εκεί που δεν έχει ξύλο και βρίσιμο.

Όταν σχόλασε κάποια παιδιά από το σχολείο της έδωσαν ένα φυλλάδιο για τον σχολικό χορό.
Ήταν μία πολύ καλή ευκαιρία να φύγει από το σπίτι,έστω και για λίγο, λάτρευε τη μουσική και το χορό. Οπότε το Σάββατο το βράδυ θα πήγαινε στο κλαμπ που θα γινόταν στην υπέροχη και γραφική πόλη του Κιλκίς.

Γύρισε στο σπίτι, το μυαλό της ήταν κουδούνι από τα μαθηματικά και τις εξισώσεις, αλλά ήταν η μόνη λύση για φύγει από τη φυλακή της.
Έλπιζε το κτήνος να έλειπε από το σπίτι ή να κοιμόταν, δεν ήθελε ούτε κουβέντα μαζί του.

Άλλα δυστυχώς το ελεεινό ανθρωπόμορφο τέρας ήταν ξύπνιο και κοίταγε λάγνα τη Μαριάνθη.

- Έλα εδώ. της είπε.

-Δεν μπορώ έχω διάβασμα. Του απάντησε και μπήκε στο δωμάτιο.

Το Τέρας σηκώθηκε και μπήκε μαζί της στο δωμάτιο.

- Όταν λέω κάτι εδώ μέσα θα γίνετε...διαφορετικά το πούλο από εδώ μέσα.

Η Μαριάνθη τον κοίταγε, περίμενε μια βοήθεια από την μάνα της, αλλά μάταια.

Το βλέμμα του έπεσε πάνω στο φυλλάδιο για το πάρτι του σχολείου.

- τι διάολο είναι αυτό; ρωτήσε.

-Το σχολείο μου θα κάνει πάρτι αύριο Σάββατο και θέλω να πάω . Του απάντησε.

-  νομίζεις ότι θα πας, εδώ δεν είναι μπουρδέλο. Αλλά τι λέω πουτάνα σαν την καριόλα τη μάνα σου είσαι και εσύ.

Η Μαριάνθη κοκκίνησε από τα νεύρα της, βούρκωσε.

- Θα πας εκτός και αν κάνεις χαρούμενο τον μπαμπάκα. Είπε βλοσυρά.

- Δεν είσαι πατέρας μου. Του είπε..με τα πρώτα δάκρυα να τρέχουν.

Ο δυνάστης έβγαλε τη ζώνη.

- Σου δίνω μία ευκαιρία, διαφορετικά...πάω στη μάνα σου που μου λυποθήμησε  σήμερα, έφτιαξε σκάτα τα ντολμαδάκια. Και την τιμώρισα όπως πρέπει. Και ξεκούμπωσε το παντελόνι του.
Το όργανο του φαινόταν σαν μια μαραμένη μπάμια.

- Έλα κάνε με χαρούμενο, πδιαφορετικά η μάνα σου θα γίνει πιο δυστυχισμένη από ότι είναι.

Η Μαριάνθη έβαλε το όργανο του Σταύρου στο στόμα της.

Έκλεισε τα μάτια και φανταζόταν πως ήταν αεροσυνοδός και σέρβιρε στο bisness  class.
Σε λίγο θα έφταναν στη Νέα Υόρκη και θα πήγαινε να ψωνίσει στο Manchattan.
Έφυγαν από το Λονδίνο και είχαν ξεκουραστεί σε ένα ξενοδοχείο στη Τραφαλγκαρ.

Το όνειρο το σταμάτησε το μουγκρητό του δυνάστη. Το καυτό σπέρμα του χύθηκε και η αλμύρα πλημμύρισε το στόμα της. Και αμέσως μετά έβγαλε τα σώθηκα της από την αηδία.

Ο Σταύρος έφυγε γελαστός και με ύφος νικητή.

Η Μαριάνθη έμεινε να μαζέψει τα τελευταία κομμάτια του εγωισμόυ της. Τουλάχιστον η καψερή η μάνα της δεν θα έτρωγε άλλο ξύλο για σήμερα.

Γιατί.....; Donde viven las historias. Descúbrelo ahora