Ξημέρωσε Σάββατο και ο ήλιος ξεπροβάλλει έξω από τις χιονισμένες βουνοκορφές της Μακεδονίας.
Ο Σταύρος σηκώθηκε με πολλά κέφια σήμερα. Και τραγουδούσε, μέχρι και την Λαμπρινή φίλησε στο μάγουλο.
Η Λαμπρινή ήταν λες και κάποιος της χάρισε 10.000 ευρώ, λες να έγινε κάποιο θαύμα έλεγε.
Η Μαριάνθη τον κοίταγε ψυχρά ήξερε τον λόγο τη προηγούμενη μέρα είχε τελειώσει στο στόμα της, ένιωθε τα σώθηκα της να ανακατεύονται πάλι μόνο με την ιδέα και την ταπείνωση που ένιωσε.
"έννοια μαλάκα έννοια σου" "άμα είναι να μας αναγκάζεις να σου κάνουμε πίπες για να είσαι άνθρωπος καλύτερα να τρώμε ξύλο" σκέφτονταν.- Σήμερα θα σας πάω εγώ στη πόλη να διασκεδάσετε. Είπε ο Σταύρος.
- Μα τι λες Σταύρο μου, η Μαριάνθη και η Άννα είναι μικρά κορίτσια. Πως θα τις αφήσουμε να πάνε;
- Οι νέοι με τους νέους και οι γέροι με τους γέρους είπε. Ο Σταύρος. Και γέλαγε λες και είπε το ποιο έξυπνο αστείο του κόσμου δείχνοντας τα σάπια δόντια του κάτω από τα μουστάκια του.
Το απόγευμα τα δύο κορίτσια ετοιμάστηκαν για την Βραδυνή έξοδο τους.
Η Άννα είχε φορέσει ένα κοντό μίνι μαύρο φόρεμα, μαύρες, μαύρες μπότες και το κόκκινο παλτό της.
Η Μαριάνθη είχε φορέσει ένα όμορφο μπλε φόρεμα. Τα μαλλιά της τα είχε πιάσει κοτσίδα και φαίνοταν το όμορφο πρόσωπο της.
Ο Σταύρος ούτε πάλι μίλησε μόνο χαζογελούσε,
Σταμάτησαν να πάρουν τη Χριστίνα και έφυγαν για την πόλη, στο δρόμο ο Σταύρος έριχνε κλεφτές ματιές στη Μαριάνθη από το καθρέφτη του αυτοκινήτου . Η Μαριάνθη κατέβαζε το κεφάλι ούτε να τον βλέπει δεν ήθελε.Στο κλαμπ είχε μαζευτεί όλο το σχολείο, η μουσική βάραγε στη διαπασών και το κέφι στο φουλ.
Κάποια στιγμή εκεί που πήγε να πάρει το ποτό της η Μαριάνθη στο μπαρ είδε έναν νεαρό που δεν τον είχε ξανά δει, σίγουρα δεν ήταν από το σχολείο ήταν μεγαλύτερος τουλάχιστον εικοσιπέντε χρόνων.
Μόλις παρήγγειλε ήρθε ο νεαρός κοντά της, ήταν όμορφο αγόρι κοντοκουρεμένος, γυμνασμένος με όμορφο χαμόγελο.
-Αυτό το ποτό είναι κερασμένο από μένα. Της
είπε.-Γιατί; ρωτήσε η Μαριάνθη.
-Γιατί είσαι η βασίλισσα της βραδιάς,είσαι η ποιο καλοντυμένη, η πιο λαμπερή και η πιο όμορφη.
Η Μαριάνθη ένιωσε να κοκκινίζει ποτέ δεν της είχαν κάνει κοπλιμέντα ξανά.
Με την άκρη του ματιού της είδε την Άννα να βγάζει φωτιές, από τη ζήλια.
Η Μαριάνθη είπε να εκμετάλλευτει τη στιγμή.
- Σε ευχαριστώ πολύ. Πως σε λένε;
- Με λένε Άρη. Είπε και το χαμόγελο του έλαμψε μαζί με τα μάτια του.
Και συνέχισε.
-Εσένα πως σε λένε; . Ρώτησε.
- Με λένε Μαριάνθη. Και πως βρέθηκες εδώ; γιατί ντόπιος δεν είσαι σίγουρα.
-Είμαι δόκιμος στο στρατό. Ασχολούμαι με το ποδόσφαιρο Ερασιτεχνικά και έχω σπουδάσει νομική. Απάντησε.
-Θα κάτσεις καιρό; τον ρώτησε.
- Όχι σε λίγες μέρες φεύγω πήρα μετάθεση για Αθήνα, με το που φτάσω Αθήνα απολύομαι και γυρίζω στο γραφείο που έχω.
- Σε ζηλεύω θα ήθελα να πάω και εγώ στην Αθήνα κάποτε, δεν έχω πάει ποτέ. Του είπε.
-Οπότε θα κρατήσουμε επαφές και θα βρεθούμε Αθήνα με τη πρώτη ευκαιρία. Της είπε χαμογελόντας
Και εκείνη τη στιγμή μπήκε η Άννα ανάμεσα τους.
Ο Άρης έδωσε με τρόπο ένα χαρτάκι με το τηλέφωνο του στη Μαριάνθη.
-Δεν θα μας γνωρίσεις το φίλο σου Μαριάνθη; είπε η Άννα.
-Από εδώ ο Άρης. Είπε φανερά ενοχλημένη η Μαριάνθη.
- Λοιπόν παω στη Χριστίνα πολύ ώρα την άφησα μόνη. Αντίο Άρη χάρηκα. Είπε η Μαριάνθη.
Ήταν πολύ απορροφημένη με το αρρενωπό πρόσωπο του Άρη και δεν πρόσεξε την Άννα που της έριξε ένα χαπάκι στο ποτό.
ESTÁS LEYENDO
Γιατί.....;
Historia CortaΤο γιατί είναι ερωτηματικό μόριο και αιτιολογικός συνδεσμος που ακούμε και λέμε κάθε μέρα, από όλες τις γλώσσες του πλανήτη μας. Είναι για να ρωτήσουμε κάτι ή να αιτιολογησουμε μια κατάσταση. Πολλές φορές όμως όταν ξαπλώνουμε το βράδυ το σκεφτό...