Πήραμε τις μηχανές. Ανεβήκαμε και πηγαμε βόλτα στα παλιά. Μόλις καθησα πάνω στην μηχανή μου ήρθαν όλες οι παλιές αναμνήσεις. Θεέ μου είναι λες και μυρίζω το άρωμα του. Άρχισα να τρέχω. Μου άρεσε αυτή η αδρεναλίνη που μου χαρίζει για λίγο η μηχανή. Τον καλοκαιρινό αέρα να τρέχει και αυτός στα μαλλιά μου. Να είναι στάσιμος για λίγο ώσπου να μου ψιθύρισε κατι και μετά χάνεται...φευγει
Αρχισα να τρέχω στα στενακια με την μηχανή. Έκανε θόρυβο και αυτός ήταν ενας από τους λόγους που μας κινηγουσε η αστυνομία. Πηγαμε στο μαλιο μας σπίτι. Ήταν ακριβός απέναντι από το σπίτι του. Γκαζοσα για λίγο ακόμα την μηχανή και την έσβησα κατέβηκα και την έβαλα με σα στην αυλή. Όλα τα πράγματα μου ήταν εκεί. Φύγαμε από τη Κρήτη πολύ απρόοπτα. Ακόμα δν ξέρω γιατί αλλά τώρα αυτό είναι το τελευταίο πράγμα που με απασχολεί. Μόλις έσβησα την μηχανή ανηξε το φως του δωματίου του. Ξέρω πως δν έχουν μετακόμιση ακόμα. Με είδε ξαφνιάστηκε και ξανά μπήκε μέσα έσβησε το φως και άκουσα έναν κρότο. Το βαζάκι δίπλα από το παράθυρο. Τον έχω μάθει τόσο καλά που ξέρω την κάθε του κίνηση.
Αλλά αφού αυτός έκανε ότι έκανε δν με ενδιαφέρει τώρα καθόλου. Μιλάω σαν μια από αυτές της τσουλαρες του σχολείου μας. Αλλά ξέρω βασικά νομίζω πως μπορεί ακόμα να νιώθει. Έχω σκληρήνει πολύ από τότε. Τότε δν αντιμιλουσα ποτέ τοτε ήμουν ήρεμο παιδί τότε άκουγα τους γονείς μου τότε ήμουν πάντα σπίτι τότε δν είχα φίλους τότε είχα μόνο διάβασμα και φροντιστήρια. Τώρα είμαι το αντίθετο εκείνου του παιδιού του ήρεμου. Ζω την ζωή μου χωρίς κανέναν κανόνα χωρίς κανέναν να μου λέει τίποτα.Μου αρέσει να τον φέρνω στα όρια του. Πάντα μου άρεσε. Να βλέπω τις φλέβες στα χέρια του να έχουν τσιτωσει λες και ζητάνε να φύγουν από εκεί. Να βλέπω το τατουάζ του και να σκέφτομαι ότι θα είχε δακρύσει έστω και λίγο όταν θα το είχε κάνει. Γαμωτο ουρλιαζω. Η Ιωάννα σηκώνεται τρομοκρατημένη από το πάτωμα που είχε απλώσει κάποιες φώτογραφιες.
Ι:τι έπαθες μωρή ηλιθια.
Α:τίποτα όλα καλά.
Ι:ας κάνω πως το πιστεύω. Αλήθεια να σου πω πως γνώρισες τον λιακο;;.
Α:άστο καλύτερα
Ι:πλιζζζζ ζ και άρχισε να κάνει γλυκά ματάκια
Α:οκ οκ
Ι:λοιπόν;;
Α:ήταν τέλη Αυγούστου μόλις είχα μετακόμιση εδώ. Ήμουν καινούργια. Ήθελα να εξερευνήσω κάθε μερια της πόλης. Όπως περπατούσα στα σωκακια μου τράβηξε την προσοχή μια μικρή καφετέρια. Είχε κίτρινες έντονες τέντες και καφέ ξύλινα καρεκλάκια και τραπεζάκια για ντεκόρ έξω. Ήταν μικρό. Ήταν το μοναδικό κοντό κτήριο σε όλο το οπτικό μου πεδίο. Στο δεξιά του είχε ένα μεγάλο πολυκατάστημα. Ενώ στα αριστερά του είχε μια μεγάλη πολυκατοικία. Είχα μείνει να το κοιτάζω και να το θαυμάζω. Έβγαλα την φωτογραφικη μηχανή και αρχίσω να τραβάω φωτογραφίες. Μετά από λίγο μπήκα μέσα. Έκατσα σε ένα τραπεζάκι και παρήγγειλα το καφέ μου. Ηταν όλοι πολύ ευγενικοί εκεί μέσα. Σπάνιους με μεράκι ανθρώπους να προσπαθουν να προχωρήσουν το έθιμο και στην επόμενη γενιά. Μαζί με το καφέ έφερε και ένα ποτηράκι ρακί. Είμαστε στην Κρήτη λογικό μου φενεται. Μόλις άνοιξε η πόρτα της μπάρας ένα μικρό κοριτσάκι είχε στηριχτεί στον τοίχο απέναντι μου πιέζοντας με τις κούκλες του ενώ ένα αγοράκι έκανε σβούρες το πολύχρωμο και μεγάλο αυτοκίνητο του. Γέλασα αχνά και σκεφτικα πόσο ευτιχισμενος μπορεί να είναι κανείς. Σηκώθηκα και κατευθύνθηκα προς το ταμείο να πληρώσω. Τότε καπνός απλωθηκε παντού. Η μύτη μου ετσουζε και τα μάτια μου δακρυζαν. Άρχισα να ζαλίζομαι. Και άλλα τύπου μολοτοφ έπεφταν. Το μαγαζί άρχισε να περνει φωτιά. Πέντε άτομα μαύρο φορεμενει και με κουκούλες χυθηκαν στο μαγαζί. Μόνο τον έναν είδα το καφέ ματιά του γυαλισαν. Μπορώ να πω πως μαγευτικά. Σε λίγο χάθηκαν από το οπτικό μου πεδίο και βρηκα την δυναμη να σηκωθώ. Ζαλισμένη από τους καπνούς κατάφερα να σηκωθώ και να στηριχτω σε μια γωνιά. Άρχισα να βήχω νευρικά. Σε λίγο σκοτινιασαν όλα. Δν είπα ότι λιποθυμίσα απλα κάποιος στάθηκε μπροστά μου. Είχε κάτι στο χέρι του. Κάποιο ίσως μολοτοφ. Με κοίταξε λιγάκι μπερδεμένος και θυμωμένος πέταξε την μολοτοφ και με πείρε στην αγκαλιά του. Με σήκωσε ψηλά και μάλλον με ανέβασε πάνω στην ταράτσα του κτηρίου... Έβγαλε την μάσκα και τον είδα. Θεέ μου. Μόλις το είδα καυλωσε το μέσα μου. Όχι πρόστυχα. Με σήκωσε στα πόδια μου έβγαλε ένα μπουκάλι νερό από το μαύρο σακίδιο και μου το έδωσε.
Ε:ευχ....ευχαριστώ.
Λ:χάχα μην φοβάσαι, δν θα σε πειράξω
Ε: εμμμ γιατί το κάνεις όλο αυτό... Θελω να πω γιατί προκαλείς τόσο πόνο και κακό σε όλον αυτό τον κόσμο.
Το βλέμμα του μαύρισε. Ποιο μαύρο και από το βαθύ σκοτάδι της νύχτας. Έμοιαζε άφθαρτος αλλά ήξερα, βασικά οι γρατσουνιές σε όλο του το σώμα το μαρτυρουσαν.....
~~~~~~~~
Ι:ουαου μαλακά πάντα ήθελα να το μάθω πως σε ερωτευτείκε ο αρχηγός των "Διαβόλων".
Ε:που να ξερες ότι ήταν απαρετιτος για μένα μετά από λίγο καιρό. Αν και ήξερα ότι είναι λάθος. Ότι του αρέσει η φωτιά. Του αρέσει να πονάει τους άλλους. Γιατί αυτός πόνεσε ποιο πολύ από όλους. Ήθελε να τους δείξει τι πάει να πει πόνος. Τι πάει να πει μοναξιά....
~~~~~
Λοιπόν γειαααααααααααα σας
Καλά μαλακά καβούρια μαύρα. 🤣🤣Δεν ξέρω εάν με ξέρετε. Τι λέω πάλι ο άνθρωπος. Τέλος πάντων. Αλλά θέλετε να με γνωρίσετε στείλτε μου δν έχω θεμα.
.
.
.
Και θέλω να μου πείτε εάν σας αρέσει η ιστορία μου.~Αφρο που πεινάει 😭🥺🤣