«Όχι!»
Χειροπέδες κρατούσαν τους καρπούς του. Πάλευε να ελευθερωθεί από τους φρουρούς. Αδύνατο όμως να τα βάλει με τόσους άντρες χωρίς χέρια.
«Μην ξεχάσεις»
Άκουγα την φωνή του να επαναλαμβάνει ουρλιάζοντας αυτές τις δύο τις λέξεις, το μοναδικό πράγμα που θα τον κρατούσε στη ζωή. Η μόνη του ελπίδα. Και το μυαλό μου συνέχισε να τις λέει ακόμα και όταν η φωνή του πνίγηκε κάτω από τις κραυγές πόνου, και πνίγηκαν στο αίμα. Όταν ήμουν κι εγώ, ανίκανη να ακούσω.
Τον έσυραν στην άλλη άκρη της αίθουσας. Μου χαμογέλασε μια τελευταία φορά κάτω από τον πόνο του. Και οι πόρτες έκλεισαν μπροστά του.
Οι φρουροί δεν σταμάτησαν να με χτυπούν. Με έσυραν μέσα από διαδρόμους και σκάλες, δεν ήξερα που πήγαινα. Το στρώμα των δακρύων στα μάτια δεν μου επέτρεπε να δω. Με πέταξαν στο πεζοδρόμιο, μέσα σε ένα λάκκο λάσπη, και συνέχισαν να με κλωτσάνε. Κάθε σημείο του σώματός μου πονούσε. Και περισσότερο απ’ όλα ο καρπός που δεχόταν συνεχόμενες ανελέητες κλωτσιές.
«Βοήθεια» φώναζα, και οι περαστικοί βάδιζαν γρηγορότερα.
«Βοήθεια», και ένας φρουρός με κλώτσησε στο πρόσωπο.
Βοήθεια.
Ξύπνησα και πάλι λουσμένη στον ιδρώτα.
Η μητέρα στο διπλανό κρεβάτι γύρισε πλευρό και συνέχισε να κοιμάται ήσυχα. Είχα σταματήσει να ουρλιάζω στον ύπνο μου απ’ ότι φαίνεται. Ή το είχε πλέον συνηθίσει.
Σηκώθηκα από το κρεβάτι και πήγα στην κουζίνα. Δεν είχα σκοπό να δω άλλους εφιάλτες σήμερα. Γέμισα ένα κύπελλο με νερό και κάθισα δίπλα στην φωτιά που έκαιγε από όταν πήγαμε για ύπνο. Κάποιος μας είπε ότι έτσι θα μάζευε κάποια από την υγρασία του σπιτιού. Δεν είχε καμία διαφορά. Το ίδιο πονούσανε τα κόκαλά μας, το ίδιο δύσκολο ήταν να αναπνεύσουμε. Τίποτα δεν θα το άλλαζε αυτό.
Άκουσα την μητέρα να σέρνει τα πόδια της μέσα στο δωμάτιο.
«Τι έγινε;» ρώτησε «πάλι τα ίδια;»
Κούνησα το κεφάλι καταφατικά.
«Ξέρεις δεν θα ήθελε να είναι αυτή η αντίδραση σου»
Συνέχισα να κοιτάω την φωτιά, μέχρι που στις φλόγες είδα το πρόσωπό του. Να το χτυπούν. Να καίγεται. Να το οδηγούν εκεί που ξέραμε κι οι δύο ότι θα καταλήξει.
Πήρα τα μάτια μου από εκεί. Δεν ήθελα να ξέρω τι άλλο θα κατασκεύαζε η φαντασία μου.
«Το ξέρω. Αλλά η αντίδραση που θα ήθελε, είναι κάτι που δεν εγκρίνεις»
Δεν απάντησε. Μονάχα πίεσε τα χείλια της και άλλαξε το θέμα, όπως κάθε φορά που έβρισκε τον εαυτό της σε αδιέξοδο.
«Η Αμίρα μου μίλησε σήμερα. Πρέπει να πάς οπωσδήποτε στην δουλειά. Δεν αντέχει να δουλέψει άλλη διπλοβάρδια για λογαριασμό σου»
«Ναι, το ξέρω. Θα πάω αύριο. Και θα την ευχαριστήσω που βοήθησε»
Ήρθε και κάθισε δίπλα μου, και πήρε το γνωστό ύφος του κηρύγματος.
«Καλά θα κάνεις. Και να κοιτάξεις να κρατήσεις χαμηλούς τόνους. Να μείνεις μακριά από οτιδήποτε σου προτείνουν οι άλλοι να κάνεις»
«Ξέρεις ότι αυτό δεν υπάρχει περίπτωση να γίνει»
«Θες να καταλήξεις σαν τον αδελφό σου, ή σαν τον Κόνελ;»
Το όνομά του με χτύπησε σαν βέλος: «Ναι, καλύτερα από το να καταντήσω σαν εσένα»
Σηκώθηκε και άνοιξε το στόμα σαν να ήθελε να πει κάτι, αλλά τελικά το μετάνιωσε. Το έκανε συχνά, ειδικά μετά από όσα συνέβησαν στον αδελφό μου. Είχε καταλάβει πως όλα της τα λόγια πήγαιναν χαμένα. Όλες τις οι προσπάθειες κατέληγαν στο κενό. Έτσι σώπαινε, νομίζοντας πως αν δεν έλεγε τίποτα, δεν θα είχα τίποτα να με κάνει να αντιδρώ.
«Πήγαινε για ύπνο» είπε τελικά, και γύρισε στο υπνοδωμάτιο.
Το πρόσωπο του Κόνελ ακόμα τρεμόπαιζε ανάμεσα στις φλόγες, οπότε αποφάσισα να κοιμηθώ τελικά. Στους εφιάλτες μου τουλάχιστον, για λίγο χαμογελά, και μπορώ να αισθανθώ γαλήνη. Κι ας είναι ψεύτικη.
YOU ARE READING
You can't stop me
RandomΤο έτος είναι 2124. Και πριν 104 χρόνια, ήρθε το τέλος του κόσμου. Όσοι επιβίωσαν, στοιβάχτηκαν σε μια σπηλιά, το μεγαλύτερο σπήλαιο του κόσμου. Τους είπαν ότι ήταν ο μόνος τρόπος να επιβιώσουν, την αιώνια νύχτα που ερχόταν. Έτσι, το ανθρώπινο γένο...