Το μεταλλουργείο ήταν ακόμα πιο φωτεινό απ’ ότι το θυμόμουνα. Τεράστιες φωτιές έβραζαν μέταλλο στις τρεις γωνίες και το πορτοκαλί φως τους χυνόταν προς κάθε κατεύθυνση. Δεν χτίσανε ποτέ τοίχους γύρω από το εργαστήριο. Έτσι, λειτουργεί σαν μια μεγάλη λάμπα, όπως και άλλα σημεία στην πόλη. Αυτό σήμαινε πως η μυρωδιά του λιωμένου μετάλλου και ο εκκωφαντικός ήχος του σφυριού που προσπαθεί να ισιώσει ένα ράφι ή να δώσει σχήμα σε ένα κύπελλο, απλώνεται σε όλη την πόλη. Αναγκαίο κακό. Όταν ζεις σε ένα σκοτεινό σπήλαιο που δεν μπαίνει ήλιος από πουθενά, χρειάζεται να κάνεις ορισμένες υποχωρήσεις, για να απολαμβάνεις το προνόμιο της όρασης.
Έχω εννιά χρόνια που δουλεύω εδώ. Ξεκίνησα την μέρα που μπήκα στα δέκα, όταν κρίθηκα πολύ μεγαλόσωμη για να σέρνομαι στις στοές των ορυχείων. Η φίλη μου, η Αμίρα, με ακολούθησε ένα χρόνο αργότερα. Αρχικά ήμασταν παρατηρητές. Κοιτούσαμε τα καζάνια που βράζανε τα μέταλλα και φωνάζαμε αυτούς που γυρνούσαν τις μανιβέλες για να τα αδειάσουν, όταν βγάζανε τις πρώτες φουσκάλες. Βαρετή δουλειά, και εύκολη, αν ξεχάσεις το πόσο έτσουζαν τα μάτια μας αργότερα. Αλλά δεν μπορούσαμε να κάνουμε και τίποτα άλλο. Έτσι πιάναμε την κουβέντα, ώρες ατελείωτες. Για όνειρα, στόχους, πράγματα ανείπωτα για όλους όσους είχαν μεγαλώσει εδώ κάτω. Αυτή, αν δεν είχαν κάνει άλλοι τις αποφάσεις για εκείνη, ήθελε να γίνει μαγείρισσα, ή εξερευνήτρια. Το δεύτερο κυρίως για να βρει κι άλλα πράγματα να μαγειρέψει. Εγώ, δεν είχα καταφέρει ποτέ να δω τον εαυτό μου ως κάτι τέτοιο. Ήξερα μόνο πως έψαχνα κάτι, πέρα από την δική μας πραγματικότητα.
Ακόμα ήμαστε μαζί στο μεταλλουργείο, αλλά κάνουμε πολύ διαφορετικές δουλειές. Αυτή καθαρίζει τα καλούπια έπειτα από κάθε χρήση, και εγώ έγινα σιδεράς. Ένας ακόμα οργανοπαίχτης στην ορχήστρα των σφυριών. Τους τελευταίους δύο μήνες, είχε αναγκαστεί να δουλεύει και για τις δυο μας, αλλά χτες βρήκε την μητέρα και μου ζήτησε να γυρίσω. Οπότε να ‘μαι, περνάω και πάλι το κατώφλι της δουλειάς μου.
Την εντόπισα κατευθείαν, να καθαρίζει τα εργαλεία στην γνωστή μας θέση, τέρμα δεξιά.
«Καλημέρα» της είπα, όταν έφτασα δίπλα της.
«Καλημέρα, πώς και γύρισες;»
«Ένα ιδιαίτερα κλαψιάρικο κουτάβι ζήτησε από την μητέρα μου να έρθω»
«Νομίζω κάποιο δίκιο θα είχε, άμα δεν άντεχε πλέον»
«Μπορεί, πάντως εγώ βλέπω πως γυμνάστηκε λίγο»
Γέλασε, αλλά ήταν αλήθεια. Στα κοκκαλιάρικα χέρια της, έβλεπα για πρώτη φορά ένα δείγμα μυ, κάτι που σήμαινε πως της είχε κάνει καλό η απουσία μου.
Κοίταξα για λίγο πίσω μου, και ο επιτηρητής μας κοιτούσε με μισό μάτι. Έπρεπε να πιάσουμε δουλειά, αν δεν θέλαμε να φάμε επίπληξη. Η Αμίρα γύρισε στα εργαλεία, και εγώ πήρα από τον δίπλα πάγκο ένα στραπατσαρισμένο πιάτο. «Κάποιοι όντως δεν το έχουν με τα καλούπια» σκέφτηκα και το έβαλα στην φωτιά να μαλακώσει. Μετά από λίγο, το πήρα με την τανάλια και το έφερα στον πάγκο. Ήθελε λίγο ίσιωμα στην μέση, και θα ήταν έτοιμο για χρήση. Το χτύπησα εκεί με το σφυρί. Ο κραδασμός πέρασε στο χέρι μου, και ένα κάψιμο ένιωσα να κόβει τον πήχη μου. Το σφυρί έπεσε στο πάτωμα.
«Είσαι καλά;» ρώτησε ανήσυχα η Αμίρα. Δεν απάντησα, μονάχα έτριβα το χέρι, προσπαθώντας να απαλύνω τον πόνο.
«Ακόμα πονάει;»
Έγνεψα καταφατικά. Η Αμίρα έκανε να πιάσει το σφυρί, αλλά είδα τον επιτηρητή που πλησίαζε.
«Άστο» την είπα «θα το κάνω εγώ, γύρνα στην δουλειά σου»
Έπιασα το σφυρί με το άλλο χέρι. Ήταν καλύτερα. Πονούσε, αλλά καλύτερα από το να τραβήξω προσοχή. Ειδικά με αυτά που ήθελα να της πω.
«Έχεις κανένα νέο;» την ρώτησα όταν τέλειωσα με το πιάτο και έβαλα ένα πόδι καρέκλας στην φωτιά.
«Σε σχέση με τι;»
«Ξέρεις για τι πράγμα μιλάω» είπα χαμηλώνοντας την φωνή μου.
Έβγαλε ένα κομμάτι μέταλλο από την τσέπη της και το πέρασε γρήγορα στην δική μου.
«Μην το δεις ακόμα» ψιθύρισε.
«Εντάξει. Έκανες αυτό που σου είπα;»
«Ναι. Μην έχεις και πολύ μεγάλες ελπίδες όμως. Δεν συμμερίζονται όλοι τις απόψεις σου»
«Δεν έχω. Και το ξέρω Αμίρα. Αλλά κάθε κεφάλι είναι κέρδος»
Έγνεψε. «Κάθε κεφάλι είναι κέρδος» επανέλαβε και πήγε να καθαρίσει τα καλούπια από τα κύπελλα.
Ένιωθα το μήνυμα να βαραίνει στην τσέπη μου, αλλά έπρεπε να περιμένω. Αν ο επιτηρητής υποψιαζόταν έστω και το παραμικρό, η τιμωρία θα είναι αναπόφευκτη. Πρέπει να είμαστε διακριτικοί και χαμηλών τόνων, αν θέλουμε να προκαλέσουμε μεγάλη φασαρία. Όσο ειρωνικό κι αν ακούγεται.
Πέρασαν ώρες αδιάκοπου πόνου, μέχρι να φτάσω σπίτι.
Άνοιξα το ντουλάπι κάτω από το κρεβάτι μου, και πήρα ένα από τα ελάχιστα παλιά παντελόνια, που δεν είχαμε δώσει στην υπηρεσία ανακύκλωσης. Θυμάμαι την μαμά μου να λέει ότι έπρεπε να το βάλουμε μαζί με τα υπόλοιπα ρούχα που είχαν μικρύνει, για να φτιαχτούν καινούργια. Προσπάθησε να με πείσει ότι θα αγοράσουμε εμείς την μπλούζα που θα φτιαχτεί από αυτό, ή ότι ακόμα κι αν δεν γίνει αυτό, το παντελόνι θα είναι χαρούμενο να φορεθεί από κάποιο άλλο παιδί. Δεν άκουγα λέξη. Ας έδινε όλα τα άλλα στο μεγάλο σπίτι που τα κάνανε κλωστές και να ξαναπλέκαν, αυτό δεν το αποχωριζόμουν.
Και να, που τόσα χρόνια μετά χρησίμευσε, ως εναλλακτική γάζα στο ραγισμένο μου χέρι. Κάποιοι ισχυρίζονταν ότι θα έπρεπε πάντα να το έχω δεμένο, ή ότι δεν έπρεπε να το κουνάω καθόλου. Δεν είχε σημασία, θα περνούσε.
Αφού είχα δέσει καλά το χέρι, και έλεγξα για πολλοστή φορά ότι η μητέρα έλειπε, έβγαλα από την τσέπη μου το μήνυμα της Αμίρας.
«Δύο ώρες πριν την απαγόρευση. Σπίτι Νέιθαν. “επαγγελματικό συμβούλιο”»
Ωραία, αυτό σήμαινε πώς όντως είχε πιάσει δουλειά, και κάποιο μέρος είχε γίνει. Αλλά από σήμερα θα μου παραδώσει τα ηνία της επιχείρησης. Όπως από πάντα είχαμε συμφωνήσει ότι θα γίνει. Όπως έπρεπε να γίνει.
Κάθισα δίπλα στην φωτιά, έριξα λίγα σκουπίδια ακόμα, και περίμενα. Είχα ώρα μέχρι να γυρίσει η μητέρα, θα γυρνούσε μία ώρα πριν την απαγόρευση. Εγώ τότε θα έχω φύγει, και όταν γυρίσω θα είναι κατά πάσα πιθανότητα στο τέταρτο όνειρο. Θα ήταν ωραία να γίνεται κάθε μέρα αυτό, αλλά δυστυχώς πολλές φορές την πετύχαινα ανάμεσα σε δουλειά, ψώνια και ύπνο. Ή βράδια σαν το χθεσινό, που το να αποκοιμηθώ φαντάζει άθλος.
Κοίταξα το ρολόι, δυόμισι ώρες πριν την απαγόρευση. Σηκώθηκα από την φωτιά, ξαναέβαλα τα παπούτσια μου και πήγα προς την πόρτα. Όταν γυρίσω, θα έχει περάσει μάλλον η ώρα της απαγόρευσης, και θα χρειαστώ να περάσω απαρατήρητη. Κοντοστάθηκα να σκεφτώ, αλλά τελικά έφυγα από το σπίτι αμέσως. Δεν ήμουν έτοιμη για να βγάλω τον μαύρο χιτώνα από την κρυψώνα του ακόμα. Και δεν ήξερα αν θα ήμουν ποτέ.
Οπότε καλύτερα να μην ξεμείνεις, είπα στον εαυτό μου και χάθηκα ανάμεσα στα σπίτια.«Έφτασες νωρίτερα» είπε η Αμίρα ενώ άνοιγε η πόρτα.
«Υπάρχει πρόβλημα;»
«Όχι, οι άλλοι είναι ήδη εδώ»
Πέρασα μέσα. Άλλα τέσσερα άτομα κάθονταν στον κεντρικό χώρο του σπιτιού. Ήταν όλοι της ηλικίας μας, άτομα με τα οποία είχα μεγαλώσει και ήξερα καλά. Τα δίδυμα Γουάιλντ, ο Λούκα και φυσικά ο Νέηθαν, που προσπαθούσε να κάνει ό,τι μπορούσε για να μοιάξει η τρύπα που έμενε με σπίτι. Μέρος που θα μπορούσαν να γίνονται οι συγκεντρώσεις μας.
«Αυτοί είναι όλοι όσοι μάζεψες;» ρώτησα την Αμίρα.
«Ναι, σου είπα να μην έχεις μεγάλες ελπίδες»
Κοίταξα δίπλα από τον Λούκα, στο σημείο που πάντα, καθόταν ο Κόνελ. Από τότε που ήμασταν μικρά και ακούγαμε τις ιστορίες της γιαγιάς Λούνα, αυτή η γωνία ήταν δικιά του. Μεγαλώσαμε, η γιαγιά πέθανε, και συνεχίσαμε όλοι να μαζευόμαστε εδώ. Ερωτευτήκαμε, γίναμε ζευγάρι και η γωνία ήταν ακόμα δική του. Τώρα, που χάθηκε, κανείς δεν τολμάει να την πάρει. Έτσι παραμένει άδεια, να γυρνάει το μαχαίρι στην πληγή μου. Ξεφύσηξα και έκοψα τις σκέψεις μου. Δεν ήθελα να δείξω κανένα δείγμα αδυναμίας. Δεν έπρεπε, αν ήθελα να αναλάβω την ηγεσία.
«Δεν πειράζει» είπα «θα κάνουμε ό,τι μπορούμε»
Ο Νέηθαν σταμάτησε επιτέλους να κυκλοφορεί και κάθισε κάτω, ανάμεσα στα δίδυμα και τον Λούκα, και εγώ δίπλα στην Αμίρα. Για μια στιγμή χαμογέλασα. Ένιωσα πώς ήμασταν ακόμα παιδιά που περίμεναν να ακούσουν ιστορία, και που ζούσαν στην φούσκα της φαντασίας τους. Αλλά ένα βλέμμα στην άδεια γωνία, με έκανε να προσγειωθώ και πάλι στην πραγματικότητα.
«Σας είχε πει ο Κόνελ για το παράθυρο;»
«Όχι» απάντησε ο Νέιθαν « Ίσως υπονόησε κάτι, την τελευταία φορά που τον είδαμε, σε σχέση με την δουλειά του. Τίποτα δεν ήταν ξεκάθαρο όμως»
«Ξες εσύ τι ήταν;» ρώτησε ο Λούκα.
«Ναι» απάντησα « Ήταν η Εδέμ»
YOU ARE READING
You can't stop me
RandomΤο έτος είναι 2124. Και πριν 104 χρόνια, ήρθε το τέλος του κόσμου. Όσοι επιβίωσαν, στοιβάχτηκαν σε μια σπηλιά, το μεγαλύτερο σπήλαιο του κόσμου. Τους είπαν ότι ήταν ο μόνος τρόπος να επιβιώσουν, την αιώνια νύχτα που ερχόταν. Έτσι, το ανθρώπινο γένο...