Πάει ένας χρόνος μανούλα. Ένας ολόκληρος χρόνος.
Συγγνώμη που δεν σε έχω επισκεφτεί τόσο καιρό. Δεν βρήκα ποτέ την δύναμη να ανέβω αυτό τον λόφο. Προσπάθησα, αλλά πάντα κάπου στην μέση, οι δυνάμεις μου με πρόδιδαν και έπεφτα στα γόνατα κλαίγοντας. Σήμερα όμως, θεώρησα ότι είχε φτάσει επιτέλους καιρός, να ανέβω όλη την διαδρομή, και τα κατάφερα.
Η ζωή είναι όμορφη εδώ έξω μητέρα. Τα μαγουλά μας είναι ροδαλά και το δέρμα μας σκούρυνε από τον ήλιο. Οι αγρότες μας καλλιεργούν πραγματικά λαχανικά και ο κόσμος κόβει φρούτα από τα δέντρα .Έχω πολύ καιρό να γευτώ κάτι τόσο άσχημο όσο τα βρύα. Αν και όσα πράγματα μαγειρεύω μόνη μου δεν είναι πολύ καλύτερα γευστικά. Ο κόσμος δεν διψάει πια, ένα ποτάμι κόβει την πόλη στα δύο. Το πιστεύεις; Αυτό που μέχρι πέρσι μπορούσε να στερήσει την ελευθερία μας τώρα είναι κάτι το δεδομένο, το απολύτως προφανές. Και γνωρίσαμε και ζώα μαμά. Κάτι χνουδωτά που πηδάνε από δέντρο σε δέντρο, και κάτι κόκκινα μικρά με φουντωτές ουρές. Δεν τα έχουμε ονομάσει ακόμα, αλλά κάτι θα βρούμε.
Όλα μοιάζουν τόσο πολύ με τις ιστορίες της γιαγιάς Λούνα. Θυμάσαι όταν γυρνούσα από το σπίτι του Νέηθαν και σου έλεγα όλα αυτά που μας περιέγραφε και εσύ μου απαντούσες πως είναι παραμύθια; Τίποτα δεν είναι παραμύθια μανούλα μου. Αλήθεια είναι. Τα πάντα κρύβονταν πίσω από μία πολύ ψηλή καταραμένη πόρτα.
Έπρεπε να ήσουν εδώ, να δεις με τα μάτια σου τι χάρισες στον κόσμο όταν σήκωσες ανάστημα και κράτησες τα ηνία.
Γεννήθηκε πριν μερικούς μήνες ένα παιδί. Το πρώτο. Όταν έμαθα τα νέα, πήγα να το δω. Είναι όμορφο και παχουλό. Κορίτσι, το ονομάσανε Ελευθερία, βγάζει νόημα υποθέτω. Αυτό το παιδί, δεν θα γνωρίσει την σκλαβιά που έζησες. Δεν θα καταλάβει τι πέρασαν όλοι οι μεγαλύτεροί της. Θα ζήσει μια ζωή στο φως και στην χαρά. Μπορεί να μην την γνωρίσεις ποτέ, και να μην είσαι για αυτήν τίποτα παραπάνω από ένα όνομα, αλλά αυτό, εσύ της το χάρισες.
Σήμερα έχουμε γιορτή. Πολύ νερό, και χυμοί από τα φρούτα. Φαγητό μέχρι σκασμού και χορός και τραγούδια. Ναι, τραγούδια. Δεν υπάρχουν μόνο νανουρίσματα και μοιρολόγια. Ο κόσμος είναι χαρούμενος και ζωντανός, και μαζί με αυτόν και η μουσική του. Μου ζήτησαν να μιλήσω, πάνω σε μια εξέδρα. Δεν ξέρω αν μπορώ να το κάνω, να σταθώ μπροστά σε τόσο κόσμο και πάλι. Αλλά θα προσπαθήσω, γιατί η μνήμη σου πρέπει να τιμηθεί. Όπως και όλων των άλλων»
Κοίταξα πίσω μου. Στην βάση του λόφου, τα τραπέζια είχαν αρχίσει ήδη να στήνονται σε κύκλους. Έπρεπε να κατέβω να βοηθήσω.
«Αυτά μαμά μου. Πρέπει να φύγω τώρα, αλλά υπόσχομαι να σε επισκέπτομαι πιο συχνά»
Άφησα το μπουκέτο με τα λουλούδια και σηκώθηκα όρθια. Διάβασα την επιγραφή στην πλάκα. «Εις μνήμη της Νόβα Ρέιντ και των πεσόντων στην επανάσταση» Από κάτω ήταν γεμάτη από τα ονόματα όλων όσων σκοτώθηκαν εκείνη την μέρα. Και από τους φρουρούς. Πολλοί είχαν διαφωνήσει σε αυτό, αλλά τελικά είπαμε πως ήταν δίκαιο, αφού τους περισσότερους τους είχαν ταΐσει τα ίδια ψέματα με εμάς. Κάτω κάτω είχε και ένα άλλο όνομα: «Κόνελ Μπάιερς». Είχε γραφτεί ως ηθικός αυτουργός, ο άνθρωπος που είχε ξεκινήσει τα πάντα. Είχα κρατήσει την υπόσχεσή μου, δεν τον ξέχασα. Και δεν άφησα και κανέναν άλλον να τον ξεχάσει.
Άρχισα να κατεβαίνω το λόφο. Από κάτω απλώνονταν τα σπίτια των πολιτών. Δεν είχαμε απομακρυνθεί καθόλου. Εκτός από τα μέλη του κυβερνητικού συμβουλίου και όσους τάχθηκαν μαζί τους, που εξορίστηκαν μια μέρα αφού βγήκαμε έξω. Μαζί τους και η Αμίρα. Όταν την είχαν παρουσιάσει ως προδότρια μπροστά μου, ήθελα να την σκοτώσω, να νιώσει τον πόνο που ένιωσα μέσα στις βδομάδες των βασανιστηρίων που αυτή με είχε καταδικάσει. Όμως ο Τζακ ήταν εκεί, να επαναφέρει την λογική στο μυαλό μου: «Πώς μπορείς να χτίσεις μια καλή ζωή στο φως, αν ακόμα ακολουθάς τις ίδιες πρακτικές με το σκοτάδι;»
Ίσως μια μέρα να φύγουμε και εμείς. Να εξερευνήσουμε από την αρχή τον πλανήτη που ξεκίνησε το είδος μας. Να δούμε τις ερήμους και τις θάλασσες και τους παγετώνες. Να ζήσουμε τα παιδικά μας όνειρα. Όμως εδώ έχουμε το ποτάμι και το δάσος μας. Και έχουμε ο ένας τον άλλον. Αυτό είναι αρκετά καλό για τώρα.
CZYTASZ
You can't stop me
LosoweΤο έτος είναι 2124. Και πριν 104 χρόνια, ήρθε το τέλος του κόσμου. Όσοι επιβίωσαν, στοιβάχτηκαν σε μια σπηλιά, το μεγαλύτερο σπήλαιο του κόσμου. Τους είπαν ότι ήταν ο μόνος τρόπος να επιβιώσουν, την αιώνια νύχτα που ερχόταν. Έτσι, το ανθρώπινο γένο...