11

3 0 0
                                    

Οι επόμενες μέρες ήταν που έκαναν την απελπισία μου να ανέβει στα ύψη. Χέρια με άρπαξαν από τα μαλλιά και με βούτηξαν βίαια σε λεκάνες με νερό, κάνοντάς με να πιστέψω ότι αυτό που μέχρι πριν λίγο αποζητούσε κάθε κύτταρό μου, τώρα θα με σκότωνε. Τα μαστίγια συνέχισαν να κόβουν την σάρκα μου, και ακολούθησαν και μαχαίρια και στιλέτα.
Το παιδί συνέχισε να έρχεται στο κελί. Κατέβαζε μπροστά μου το πιάτο που μοσχομύριζε, και έβγαζε από την τσέπη μία μπάρα από «δημητριακά» ή ένα κομμάτι ψωμί και ένα φλασκί με νερό, που δεν είχε γεύση κλεισούρας και θειαφιού.
Τον λέγανε Τζακ, και ήτανε δεκατεσσάρων ετών. Δεν είχα καταφέρει να δω το πρόσωπό του ακόμα, ούτε του το ζήτησα. Δεν είχε δει άλλωστε, ούτε και εκείνος το δικό μου. Μια φορά όμως, έπιασα το χέρι του, και με άφησε να βγάλω τα συμπεράσματά μου. Ήταν αδύνατος. Υπερβολικά αδύνατος. Μπορούσα να νιώσω τις αρθρώσεις του να ξεπηδάνε έξω από το τεντωμένο πάνω στα κόκαλα δέρμα του.
Δεν ρώτησα. Είχα μάθει να μην κάνω τέτοιες ερωτήσεις στους ανθρώπους. Ποτέ δεν ξέρεις τι κρυφό μπορεί συμβαίνει στην ζωή τους. Κάποιοι δεν έχουν τα χρήματα, και κάποιοι χάσανε την όρεξή τους , όταν πήραν μακριά αυτούς που περισσότερο αγάπησαν.
«Που μένεις;» τον ρώτησα μια άλλη φορά, για να αποσπάσω τον εαυτό μου. Είχε ράψει κάποιες ουλές στην πλάτη μου, και μου είχε δώσει να δαγκώνω μία ζώνη, για να μην ακούγονται οι κραυγές μου. Τώρα περνούσε από πάνω κάτι σαν κρέμα για να επουλωθούν πιο γρήγορα, λες και δεν θα τις διαδέχονταν άλλες.
«Στο παλάτι» απάντησε «έχω ένα δωμάτιο που μοιράζομαι με τον πατέρα μου. Αν και δεν τον βλέπω σχεδόν καθόλου. Όταν πάω για ύπνο έχει φύγει για δουλειά και γυρνάει το πρωί αφού αφήσω το δωμάτιο. Είσαι έτοιμη τώρα!»
Ένα μούδιασμα κατέκλυζε την πλάτη μου. Παράξενη αίσθηση, ο ένας να σε καταστρέφει και μετά ο άλλος, να προσπαθεί να σε ξαναφτιάξει. Σαν να είναι το σώμα σου παντελόνι, να σε κόβουν με ψαλίδια και έπειτα να σε μπαλώνουν. Και πάλι από τη αρχή. Πόσες φορές άραγε, θα μπορώ να διορθωθώ, μέχρι να αποδειχθώ άδικος κόπος;
«Που τα έμαθες αυτά; Για τις μολύνσεις και τα ραψίματα;»
«Στο παλάτι, είναι κοινές γνώσεις. Για να φροντίζουμε τους στρατιώτες και τους φρουρούς, που δεν κρίνονται αρκετά σημαντικοί για τον γιατρό των κυβερνητών»
«Κάτω στην πόλη, είναι άγνωστα. Δεν ήξερα καν ότι υπάρχουν ακόμα γιατροί. Αν χτυπήσεις, τυλίγεσαι με το ρούχο σου και ελπίζεις στο καλύτερο, και άμα ανεβάσεις πυρετό, βασίζεσαι στα γιατροσόφια της μάνας σου για να την βγάλεις καθαρή»
«Ξέρω» ψέλλισε « Τα βλέπω όταν κατεβαίνω στην μητέρα μου στην πόλη. Αλλά δεν έχω το θάρρος να βοηθήσω. Γιατί θα μου ζητήσουν εξηγήσεις που φοβάμαι να δώσω. Για αυτό...» μου έπιασε σφιχτά το χέρι που μέχρι τότε απλά ακουμπούσε για να ξέρει που είμαι «... τώρα που είσαι εδώ, θέλω να σε βοηθήσω. Τώρα όμως, πρέπει όμως να φύγω, θα υποψιαστούν κάτι άμα μείνω κι άλλο»
«Περίμενε»
Άπλωσα το χέρι μου στο πιάτο με το φαί που είχε παρατημένο δίπλα του. Αυτό που πάντα έφερνε και πήγαινε πίσω άθικτο. Έπιασα ένα κομμάτι και το έφερα στο στόμα μου. Ήταν, διαφορετικό. Ζουμερό. Στο στόμα μου, οι γεύση και το άρωμά του θαρρείς έγιναν ακόμα πιο έντονα από ό,τι θα μπορούσα ποτέ να φανταστώ.
«Τι κάνεις;» μου φώναξε όταν άκουσε το μασούλισμά μου «τώρα τι θα τους πω εγώ; Έχεις σκοπό να μου δώσεις πληροφορίες;»
Έγλυψα τα δάχτυλά μου ένα- ένα, προσπαθώντας να πάρω και τα τελευταία υπολείμματα. Ένα δάχτυλο, μπήκε κατά λάθος στο μάτι μου, αφού στα σκοτάδια, δυσκολευόμουν και το στόμα μου να βρω. Ήθελα κι άλλο, σίγουρα οι μπουκίτσες που μου έφερνε ο Τζακ δεν έφταναν, αλλά κάτι μου έλεγε ότι δεν το δικαιούμουν.
«Ριβέρα» του απάντησα.
«Τι;»
«Αμίρα Ριβέρα. Σου δίνω ένα από τα ονόματα που με τόση λαχτάρα ζητάνε. Να δούμε τι θα το κάνουν»

You can't stop me Where stories live. Discover now