12

4 0 0
                                    

«Αγαπητοί πολίτες του σπηλαίου...»
Είχε φτάσει η ώρα. Μια μονάχα μέρα αφού το έμαθα. Δεν είχα προλάβει να καταπιώ την πληροφορία.
«Σας καλέσαμε σήμερα εδώ, μπροστά στο παλάτι των αξιότιμων κυβερνητών μας, για να είστε μάρτυρες, σε μια ιστορική στιγμή».
Ήρθαν στο κελί μου, και μου πέρασαν ένα τσουβάλι πάνω από το κεφάλι. Δέσανε τα χέρια και τα πόδια μου με αλυσίδες, να μην μπορώ να ξεφύγω.
«Ξέρετε ότι κατά καιρούς, κάποιοι άμυαλοι και αχάριστοι συμπολίτες μας, αποφασίζουν να γυρίσουν την πλάτη τους στους κυβερνήτες μας, οι οποίοι αφιλοκερδώς, τους χαρίζουν την προστασία τους, από το δηλητήριο του έξω κόσμου».
Με έπιασαν σφιχτά από τα μπράτσα, και με ανέβασαν τα δεκάδες σκαλιά που βρίσκονταν ανάμεσα σε εμένα και την επιφάνεια. Σκόνταψα σε ένα σκαλί, και αρπάζοντάς με από το μαλλί με ξανασήκωσαν πάνω.
«Αλλά δείχνουν πάντα ιδιαίτερη μεγαλοψυχία, χαρίζοντας την ζωή, σε αυτές τις καημένες ψυχές που έχουν χάσει το δρόμο τους».
Μέσα από στροφές και ατέλειωτους διαδρόμους, πέρασα τελικά μια πόρτα, την εξώπορτα του παλατιού.
«Αλλά δυστυχώς, υπάρχουν άτομα σαν αυτό, που το παρατραβάνε. Για αυτούς τους κάποιους, δεν υπάρχει έλεος.»
Μου βγάλανε το τσουβάλι από το κεφάλι, και μετά από εβδομάδες, είδα την πόλη μου να απλώνεται μπροστά μου. Βρισκόμουν πάνω σε μια εξέδρα. Στην άκρη της, ο τελάλης, φορώντας έναν ακριβό χιτώνα, με ραμμένο το σήμα των κυβερνητικών, έβγαζε τον λόγο της ημέρας. Από κάτω μαζεμένοι, σχεδόν όλος ο λαός του σπηλαίου, τριγυρισμένοι από φρουρούς. Και από τις δύο μου πλευρές, άντρες σε πανοπλίες με κρατούσαν σφιχτά. Και δύο μέτρα μπροστά, ένα βάθρο περίμενε υπομονετικά να ακουμπήσω τον λαιμό μου πάνω του. Οι φρουροί σε σπρώξανε και με φέρανε κοντά του.
«Η Ζάινα Χέθμπεργκ, ετών δεκαεννέα, κατηγορείται για προδοσία, συκοφαντία κατά της εξουσίας, απόπειρα δολοφονίας κυβερνητικού σώματος και παρεμπόδισης άσκησης της εξουσίας. Για τα παραπάνω κρίθηκε ένοχη και με απόλυτη ομοφωνία, οι συμβουλάτορες του κυβερνητικού συμβουλίου, την καταδικάζουμε...»
Μου χτύπησαν το γόνατο αναγκάζοντάς με να πέσω. Έσκυψα πάνω από το βάθρο και κοίταξα μπροστά. Ανάμεσα στο πλήθος εντόπισα τα μάτια της, καρφωμένα πάνω μου. Δεν ούρλιαζε, δεν έκρυβε το πρόσωπό της στις παλάμες της. Κι όμως, έβλεπα ολόκληρη την ζωή της να καταρρέει μέσα τους. Ο δήμιος κρατούσε το τσεκούρι πάνω από το κεφάλι μου, και τότε μονάχα συνειδητοποίησα, ότι έφτασε το τέλος. Τίποτα δεν θα το σταματούσε. Πάντα ένιωθα άπιαστη. Πίστευα ότι οτιδήποτε και να κάνω, θα φτάσω στην άλλη πλευρά του ποταμού αλώβητη. Κι όμως, να 'μια. Κοιτάω κατάματα το καλάθι που σε λίγο θα φιλοξενεί το κεφάλι μου.
«...σε θάνατο»
«Έρχομαι Κόνελ» ψιθύρισα, ίσα ίσα να ακούσω για τελευταία φορά την φωνή μου.
Έκλεισα τα μάτια, περιμένοντας το αιώνιο σκοτάδι.

You can't stop me Donde viven las historias. Descúbrelo ahora