Έπρεπε να είχα ρωτήσει που θα πηγαίναμε. Αν ήξερα ότι θα με οδηγούσε στην άλλη άκρη της πόλης, θα είχα ζητήσει παράκαμψη, για να αφήσω την σακούλα σπίτι. Κρίμα μου. Όσο περπατούσαμε, έμοιαζε περισσότερο με σκιά, παρά με άνθρωπο. Τα βήματά της ήταν γρήγορα και ελαφριά. Τόσο, που δυσκολευόμουν να καταλάβω αν πατούσε το χώμα ή αιωρούνταν. Ήταν η πρώτη φορά που την έβλεπα κάπου έξω από το σπίτι του Νέηθαν, κάπου που δεν ήταν κολλημένη πάνω στον Μαξ.
Αφήσαμε πίσω μας το τελευταίο κτίριο της πόλης, ένα κέντρο διαλογής μετάλλων προς ανακύκλωση, και κατεβήκαμε πολλά σκαλιά. Τότε σταμάτησε. Μπροστά μας, απλωνόταν το πιο παράξενο, και παραδόξως μοναδικό, χωράφι του κόσμου. Αν μπορούσε βέβαια να θεωρηθεί χωράφι. Μεταλλικές κατασκευές υψώνονταν είκοσι μέτρα προς τα πάνω. Από αυτές, κρέμονταν με αλυσίδες, πλάκες καλυμμένες ολοκληρωτικά από βρύα και λειχήνες. Οι εργάτες δούλευαν με τα μάτια κολλημένα στις πλάκες. Κρατούσαν ένα κουβά στο ένα χέρι, και μαχαίρι στο άλλο. Περπατούσαν αργά, εξετάζοντας τα βρύα από πάνω έως κάτω, και κάποιες φορές χαμογελούσαν, ξεφλούδιζαν ένα μέρος της πλάκας, ρίχνοντας ό,τι βγήκε στο κουβά.
Ήταν παράξενο να βλέπεις τι πραγματικά είναι, αυτό που γεμίζει το στομάχι σου κάθε μέρα. Μια ιδιαίτερη γαλήνη. Αυτοί οι άνθρωποι ήταν συγκεντρωμένοι και έμοιαζαν τόσο καλοί στην δουλειά τους, τι θα μπορούσε να πάει λάθος;
Η Λάνα μου έριξε ένα λοξό βλέμμα, και έφυγε πάλι μπροστά, ανάμεσα στις καλλιέργειες. Σταμάτησε πίσω από έναν άντρα με σκισμένο καρό πουκάμισο και γκρι φόρμα, μπαλωμένη σε τόσα σημεία, που σε έκανε να αναρωτιέσαι αν ο άνθρωπος είχε ακούσει ποτέ για το κέντρο ανακύκλωσης υφασμάτων. Μου έκανε νεύμα να περιμένω εκεί, και αυτή τον πλησίασε.
«Μπαμπά» κατάφερα μόνο να ακούσω να λέει, και ένιωσα άσχημα για όσα είχα σκεφτεί.
Αφού του μίλησε, της χαμογέλασε και επέστρεψε σε εμένα.
«Καλή τύχη» ψιθύρισε, και έφυγε.
Έκανα μερικά βήματα, και πλησίασα τον άντρα. Ξερόβηξα, αλλά δεν με κοίταξε. Αντ' αυτού, έβγαλε ένα μαχαίρι από την τσέπη του, και συνέχισε την δουλειά.
«Παρ' το»
«Τι;»
«Πάρε το μαχαίρι και κάνε ό,τι κάνω»
«Συγγνώμη» είπα σταυρώνοντας τα χέρια στο στήθος μου «αλλά εγώ ήρθα για να σας μιλήσω, όχι για να δοκιμάσω τις δεξιότητες μου στην ξεφλουδιστική»
«Ή δουλεύεις ή δεν μιλάμε καθόλου»
Ήθελα να αρνηθώ, αλλά ήξερα πως έπρεπε να είμαι πιο, διπλωματική. Άφησα την σακούλα κάτω και έπιασα το μαχαίρι.
«Ώστε εσύ είσαι η τρελαμένη κοπέλα που μας είπε ο Μαξ, έτσι;»
«Δεν είμαι τρελαμένη. Η κόρη σας...»
«Ξέρω, η κόρη μου σε υποστηρίζει. Πολύ θερμά μάλιστα. Για αυτό και ζήτησε να σε συναντήσω σήμερα»
Κοιτούσα τον τοίχο απορημένα. Τι ακριβώς έπρεπε να κάνω;
«Και γιατί την διώξατε τότε;»
«Γιατί αυτή η κουβέντα δεν την αφορά. Είναι ανάμεσα σε εμένα και εσένα. Θέλω να μάθω για αυτή την οργάνωση που τους είπες»
Ξεκίνησα να του λέω για το παράθυρο, για το απόγευμα που άλλαξε την ζωή μου. Για τα παιδιά που συμφώνησαν να βοηθήσουν. Για την κόρη του, που είχε σκοπό να ρισκάρει τα πάντα. Άφησα απ' έξω κάθε συναισθηματισμό και τύψη. Όλη την πίκρα για όσα είχαν ήδη χαθεί μπροστά στα μάτια μου. Έπρεπε να είμαι σκληρή σαν σίδηρος που έχει κρυώσει, αν ήθελα να με εμπιστευτεί. Να μοιάζω με πραγματικό αρχηγό, όχι με κάποιου είδους συναισθηματικά φορτισμένη έφηβη.
«Αυτό δεν μπορεί να γίνει, και το ξέρεις» απάντησε, αφού είχα τελειώσει. «Τέτοια πράγματα είναι φούσκες στο μυαλό σας, Ζάινα. Το σπήλαιο, και ο κόσμος, δεν μπορεί να αλλάξουν, και δεν θα αλλάξουν»
Έφυγε από την θέση του και πήγε δίπλα σε έναν μοχλό στο πλάι της πλάκας. Άρχισε να τον γυρνά, και η επιφάνεια με τα βρύα έφυγε από μπροστά μου. Την τράβηξαν στον αέρα οι αλυσίδες, και όταν ήταν αρκετά ψηλά, μία δεύτερη εμφανίστηκε και ακούμπησε στο πάτωμα.
«Τότε γιατί με έφερε εδώ η Λάνα; Γιατί πιστεύει ότι εσείς μπορείτε να βοηθήσετε;»
«Γιατί είμαι από τους ελάχιστους επιτηρητές που δεν είναι κυβερνητικοί. Το να μου άλλαζες την γνώμη θα είχε κάποιο αντίκτυπο»
«Επιτηρητής;» ρώτησα, πιστεύοντας πως δεν είχα ακούσει σωστά.
Ήξερα τι σήμαινε. Στο μεταλλουργείο, και σχεδόν παντού, οι επιτηρητές ήταν σκληροί, τρομακτικοί. Τους έβαζε το συμβούλιο στις θέσεις αυτές, για να ελέγχουν πως η δουλειά γίνεται όπως πρέπει να γίνεται. Με ησυχία και δουλοπρέπεια. Με το κεφάλι κάτω. Ήταν αυτοί που επέβαλλαν τις τιμωρίες. Την επίπληξη, και την μεταφορά σε άλλο εργαστήριο, ή και την συνάντηση. Την τελευταία την ονόμαζαν έτσι, γιατί το βασανιστήρια ή φυλάκιση, τραβούσε πολύ την προσοχή.
Όλοι οι επιτηρητές όμως, ήταν κάποτε απλά μέλη του λαού, που αποφάσισαν πως προτιμούσαν να ζήσουν έστω και ένα μέρος του μεγαλείου του αρχικυβερνήτη και του συμβουλίου, ακόμα κι αν αυτό σήμαινε να γλείψουν τις σόλες των παπουτσιών τους. Ήταν όσοι ζούσαν στα μεγάλα σπίτια, ή είχαν αρκετά κέρματα για να τρώνε κάθε μέρα σόγια, ή που είχαν μικρά διακοσμητικά στα ράφια και πίνακες στους τοίχους. Κανένας ποτέ δεν τολμούσε να το αναφέρει αυτό. Ήταν όμως κάτι που όλοι απλά, το ήξεραν.
Αυτός ο άνθρωπος δεν έμοιαζε να έχει πέσει τόσο χαμηλά, πώς θα μπορούσε να έχει μια τόσο υψηλή θέση;
«Ναι» απάντησε «αλλά όχι κυβερνητικός όπως ανέφερα. Με έβαλαν επειδή ήμουν καλός στην δουλειά μου»
«Αυτό σημαίνει πώς άμα συμφωνήσετε, όλοι οι αγρότες θα συμμετάσχουν στην οργάνωση»
«Άμα συμφωνήσω, όπως είπες»
Συνέχισε να σκαλίζει την πλάκα. Τα κομμάτια που έβγαζε ήταν τα πιο πράσινα, αυτά που εξείχαν περισσότερο. Άρχισα να το κάνω και εγώ, και μετά από λίγο, κατάφερα να βγάλω ένα κομμάτι.
«Γιατί είστε αγρότης, κύριε Γουάιλντ;» τον ρώτησα.
«Δεν το επέλεξα. Ξέρεις,, ότι κανείς δεν έχει την ελευθερία της επιλογής. Απλά, την εποχή που βγήκα από τα ορυχεία, λόγω ανάπτυξης, χρειαζόντουσαν αγρότες, οπότε με τοποθέτησαν εδώ»
«Ναι, αλλά, για να είστε αρκετά σωστός που να μπήκατε στη θέση του επιτηρητή, σας αρέσει, έτσι δεν είναι;»
Άδειασε τον κουβά του που είχε γεμίσει, σε ένα βαρέλι δίπλα του, και συνέχισε την δουλειά του. Αν ήθελα να τον πείσω, έπρεπε να του τραβήξω την προσοχή, να γίνω πιο ενδιαφέρουσα από την δουλειά του.
«Ναι, είναι για μένα η πιο ικανοποιητική δουλειά σε αυτό το μέρος. Να κρατάς σε ζωή τόσους ανθρώπους, υπό συνθήκες που οι περισσότεροι δεν θα περίμεναν κάτι διαφορετικό από τον μαζικό θάνατο»
Έβγαλα από την σακούλα μου ένα βάζο με βρύα, αυτό που είχα αγοράσει από το μαγαζί στην πλατεία. Είχα καιρό να κάτσω να παρατηρήσω από κοντά ένα από αυτά. Όταν γίνονται ρουτίνα, ακόμα και τα πιο παράξενα πράγματα μετατρέπονται σε βαρετά.
Το βάζο ήταν διάφανο, φτιαγμένο κατά κύριο λόγο από ανακυκλωμένο γυαλί, και κάποιο κομμάτι του από άμμο και χώμα από τα βάθη του σπηλαίου. Το καπάκι του ήταν μεταλλικό και υπήρχε μια μικρή περίπτωση να το είχα φτιάξει η ίδια.
Αυτό όμως που ήθελα να δείξω, ήταν το εσωτερικό. Δεκαπέντε στρώσεις μονότονου πράσινου υλικού. Πατημένου, και ελάχιστα διαφορετικό από αυτό που είχα μπροστά στα μάτια μου.
«Δείτε αυτό, κύριε Γουάιλντ. Αυτή είναι όλη κι όλη η δουλειά σας. Πατημένες στρώσεις του ίδιου πράγματος. Ένα βάζο, και δεκάδες άλλα στο ίδιο ράφι. Μπορείτε να αποκαλείτε τον εαυτό σας αγρότη; Να θεωρείτε την δουλειά σας ικανοποιητική; Αυτό, μπορεί να πολλαπλασιαστεί, να διαφοροποιηθεί. Το μόνο που χρειάζεται είναι ένα μέρος που μπορεί να υποσχεθεί χώρο, χώμα και ήλιο. Που μπορεί να δώσει στα αλήθεια ζωή σε όλους αυτούς τους ανθρώπους, και στην Λάνα, και στον Μαξ»
Κατέβασα το βάζο στην σακούλα. Είχε πάρει τα μάτια του από τον τοίχο. Επιτέλους.
«Και είμαι σίγουρη» συνέχισα «ότι και οι δύο μπορούμε να σκεφτούμε ένα παράδειγμα. Ένα μέρος που ήδη χρησιμοποιείται. Δεν είστε τόσο καλός όσο νομίζετε κύριε Γουάιλντ, απλά πήραν τους καλύτερους για την προσωπική τους εξυπηρέτηση. Πίσω από την πόρτα»
Με κοίταξε για λίγη ώρα σκεφτικός, τελικά χαμογέλασε.
«Ξες, μπορεί να έχει δίκιο η Λάνα» είπε «που σε θαυμάζει τόσο πολύ και που είδε τόσα σε εσένα. Μπορεί να έχεις κάποια αλήθεια στις λέξεις σου. Θα σκεφτώ την συμμετοχή την δική μου και του σωματείου μου στην οργάνωσή σου Ζάινα. Όμως η είσοδος σε όσους δεν δουλεύουν εδώ απαγορεύεται και έχεις ήδη μείνει αρκετά»
Χαμογέλασα. Ξαφνικά το μαχαίρι που κρατούσα, και ο κουβάς με τις πράσινες φλούδες, έβγαζαν πολύ περισσότερο νόημα.
«Ευχαριστώ» είπα δίνοντάς του τα πράγματα, «Θα ήθελα πολύ να σας δω στο πλευρό μας»
Μου χαμογέλασε, και με σταμάτησε όταν έκανα να φύγω «Τα λόγια μικρή, είναι ωραία, αλλά δεν φτάνουν από μόνα τους. Θα περιμένουμε να δούμε και χειροπιαστά πράγματα, πέρα από μεγάλες υποσχέσεις. Ελπίζω μόνο να είσαι εξίσου καλή και σε αυτά»
Του έγνεψα θετικά, και ένα βαρύ σακίδιο αφέθηκε στην πλάτη μου.
BINABASA MO ANG
You can't stop me
RandomΤο έτος είναι 2124. Και πριν 104 χρόνια, ήρθε το τέλος του κόσμου. Όσοι επιβίωσαν, στοιβάχτηκαν σε μια σπηλιά, το μεγαλύτερο σπήλαιο του κόσμου. Τους είπαν ότι ήταν ο μόνος τρόπος να επιβιώσουν, την αιώνια νύχτα που ερχόταν. Έτσι, το ανθρώπινο γένο...