Νόμιζα πως είχα γνωρίσει σκοτάδι. Νόμιζα πως είχα γνωρίσει ατελείωτη υγρασία. Τα δεκαεννέα χρόνια που είχα ζήσει στο σπιτάκι μου στο σπήλαιο, πίστευα ότι είχα περάσει μία δύσκολη ζωή.
Έκανα λάθος. Ποτέ δεν είχα βρεθεί σε κανένα μέρος τόσο αποπνικτικό όσο αυτό.
Το κελί που με πέταξαν ήταν πολλά σκαλιά κάτω, και έκανε το σπίτι μου να μοιάζει με παράδεισο επί της γης. Κανένα παράθυρο, καμία φωτιά. Μονάχα σκοτάδι, να με κάνει να νομίζω πως τυφλώθηκα. Και υγρασία. Τόσο έντονη, που μπορούσα να νιώσω νερό να ρέει πάνω στα κόκκαλά μου.
Δεν ήξερα πόσο έμεινα εκεί. Μετά από κάποιο σημείο, ο χρόνος γίνεται μια έννοια πολύ μακρινή, σχεδόν ψεύτικη. Ποιο το νόημα, να ξέρω αν πέρασα ώρες ή μέρες ολόκληρες κουλουριασμένη στο πάτωμα, με κάθε σημείο του σώματός μου να πονάει αφόρητα; Τι σημασία έχει ο χρόνος όταν δεν έχεις ιδέα για το τι σε περίμενε στην επόμενη γωνία; Ή πόσο μακριά είναι, αυτή η γωνία;
Το σύρσιμο της πόρτας αντήχησε στο δωμάτιο, που μέχρι τότε ακουγόταν μόνο η ανάσα μου, και το ταβάνι που έσταζε. Δύο άτομα μπήκαν μέσα. Δεν μπορούσα να τους διακρίνω, το φως από το κερί που είχαν μαζί τους με τύφλωνε, αλλά όταν η μία άνοιξε το στόμα της, μια λέξη μονάχα ήταν παραπάνω από αρκετή.
«Τώρα;» ρώτησε η γυναίκα με τα ξανθά μαλλιά «πως σου φαίνεται η επιλογή που έχεις κάνει; Το να μη μιλήσεις;»
Δεν της απάντησα.
«Μόνη σου έφερες τον εαυτό σου σε αυτή την θέση ξέρεις. Πάνω, κοντά στις κάμαρες των κυβερνητών, σε περιμένει το πιο αναπαυτικό κρεβάτι που έχεις ακουμπήσει ποτέ σου. Μαλακά μαξιλάρια, μοσχομυριστά σεντόνια. Παπλώματα στα οποία θα βυθιστεί όλο σου το κορμί και θα σου χαρίσουν το πιο βαθύ ύπνο. Υπάρχουν πορσελάνινες πιατέλες γεμάτες φαγητά των οποίων την γλύκα δεν μπορείς ακόμα να συλλάβεις, και περιμένουν να τα γευτείς. Να γλείψεις τα δάχτυλά πριν παραγγείλεις άλλο ένα»
Εκείνη την στιγμή, ο πόνος στο σώμα μου έγινε λίγο πιο έντονος. Και το στομάχι μου άφησε έναν δυνατό ήχο. Είχα πάρα πολλές ώρες να φάω το οτιδήποτε, και λιμοκτονούσα. Ακόμα και τα χειρότερης ποιότητας βρύα, θα τα καταβρόχθιζα αμάσητα. Και ωμά.
«Αλλά όλα αυτά» συνέχισε «αγαπητή μου Ζάινα, μόνο όταν μου δώσεις όσα σου ζητάω»
Σήκωσα το κεφάλι μου από το πάτωμα, και κοίταξα προς το μέρος της. Τα χαρακτηριστικά της φωτίζονταν από την μια μεριά με το κερί, δημιουργώντας τρομακτικές σκιές από την άλλη. Ακόμα κι έτσι, τα μάτια της ακτινοβολούσαν.
«Ποτέ δεν θα πάρεις τίποτα από εμένα» έφτυσα τις λέξεις, και όσο κι αν ήθελα να ανακουφίσω τα χέρια μου που με συγκρατούσαν, έμεινα με το κεφάλι ψηλά.
«Πολύ καλά» είπε, και χαμογέλασε χωρίς ίχνος ειρωνείας «καταδίκασε κι άλλο τον εαυτό σου»
Έφυγε πάλι, με το παιδί που της είχε ακολουθήσει στο δωμάτιο να την παίρνει από πίσω. Κλείδωσε την πόρτα πίσω της και τα βήματα απομακρύνθηκαν.
Έβαλα τα χέρια μου μπροστά από το σώμα μου, και με πολύ προσπάθεια λύγισα τα πόδια. Έσυρα το σώμα μου στο καλυμμένο από γλίτσα δάπεδο, μέχρι το σημείο που ακουγόταν οι σταγόνες. Σήκωσα το κεφάλι μου, και άνοιξα το στόμα, προσπαθώντας να ξεδιψάσω έστω και από αυτές τις βρόμικες σταγόνες. Πόσο χαμηλά έχω πέσει.
Ένιωσα πως πέρασαν ώρες μέχρι να ξανανοίξει η πόρτα του κελιού. Είχα καταφέρει να ξεκλέψω μερικές στιγμές ύπνου, αλλά όταν το σώμα μου χαλάρωνε και αποδυναμωνόμουν ένα κομμάτι μου πίστευε ότι θα πεθάνει, και δεν με άφηνα να ηρεμήσω. Νόμιζα ότι η ξανθιά κοπέλα θα ερχόταν να με τυραννήσει πάλι, να μου υπενθυμίσει την θέση και τις επιλογές μου, αλλά η φωνή ήταν εντελώς διαφορετική αυτή τη φορά.
«Γεια σου»
Ήταν ήρεμη και φιλική. Παιδική σχεδόν. Ένα αγόρι, πιθανότατα το ίδιο που πριν ακολουθούσε την ξανθιά.
Άναψε ένα αδύναμο κερί και το άφησε λίγα μέτρα από εμένα, δεν μπορούσα να δω το πρόσωπό του, ή μάλλον κανένα μέρος του. Το δωμάτιο μύρισε από το κερί, αλλά υπήρχε και μια άλλη μυρωδιά, διαφορετική και, νόστιμη.
«Σου έφερα φαγητό» είπε η φωνή «είπαν μπορείς να φας όσο θες, αν όμως μου δώσεις πληροφορίες. Πρόσεχε, το έχουν κοιτάξει πολύ καλά, και δεν μπορείς να πάρεις καθόλου χωρίς να πληρώσεις πρώτα το αντίτιμο με τις λέξεις»
Μύριζε ωραία. Το στομάχι μου, άδειο, ούρλιαζε για φαγητό. Το μυαλό μου θόλωσε, τέντωσα τα δάχτυλά μου προς το πιάτο με τα καλούδια. Πέρασαν μπροστά από τα μάτια μου τα χλιδάτα κρεβάτια, τα πλούσια τραπέζια, η τόσο εύκολη ζωή που θα μπορούσα να χαρίσω στον εαυτό μου. Ήταν όλα τόσο, δελεαστικά.
Όχι! φώναξε μια φωνή μες το μυαλό, και με επανέφερε στην πραγματικότητα. Ήμουν η ηγέτης, αυτή που δίνει το παράδειγμα. Είχα δώσει εντολή, άμα σας πιάσουν δεν ξέρετε τίποτα. Άμα εγώ η ίδια την πατούσα, τότε τι σόι αρχηγός θα ήμουν;
Έπιασα το χέρι μου, και το σταμάτησα. Δεν έπρεπε.
«Μπράβο» είπε χαμηλόφωνα το παιδί «ήξερα ότι δεν είσαι τέτοια. Πάρε αυτό, δεν είδαν ότι το έφερα, δεν θα ζητήσουν τίποτα αν το φας αυτό»
Έβγαλε από την τσέπη ένα μικρό κομμάτι, από κάτι που δεν μπορούσα να καταλάβω τι ήταν. Το έπιασα γρήγορα και κατέβασα την πρώτη μπουκιά δίχως να μασήσω καθόλου. Ήταν ό,τι πιο γλυκό είχα γευτεί. Τόσο, διαφορετικό. Δεν ήξερα αν όντως ήταν κάτι πρωτόγνωρο, ή αν η πείνα μου εξιδανίκευε κάτι συνηθισμένο.
«Μάσα καλά πρώτα» άφησε ένα γελάκι «θα χορτάσεις πιο εύκολα έτσι»
Συνέχισα να μασουλάω.
«Ψωμί είναι» είπε, καταλαβαίνοντας την έκπληξή μου «από σιτάρι. Οι κυβερνήτες έχουν χωράφια ολόκληρα από δαύτο έξω από τα τείχη»
Κοίταξα προς το μέρος του με έκπληξη. Αυτό που με κόπο προσπαθούσα να αποδείξω, αυτό που κάποιοι με λέγανε τρελοί που το πίστευα, αυτός τώρα το ανέφερε απλά, σαν να ήταν το πιο διαδεδομένο πράγμα στον κόσμο.
«Ξέρω τι έκανες, έχω ακούσει για εσένα. Έχεις δίκιο, και θα έπρεπε κι εγώ να είχα μιλήσει εδώ και καιρό. Είσαι πολύ θαρραλέα, το ξέρεις;»
Δεν του απάντησα. Είχα μείνει να προσπαθώ να βρω μέχρι και το τελευταίο ψίχουλο που είχε κολλήσει ανάμεσα στα δόντια μου, λες και θα είχε κάποια διαφορά.
Σηκώθηκε από το πάτωμα, μαζί με το κερί, και ξεφύσησε.
«Μην πεις σε κανένα ό,τι σου τα είπα όλα αυτά. Ούτε για το ψωμί να τους πεις. Εντάξει;»
Έγνεψα θετικά. Αλλά μετά θυμήθηκα ότι δεν μπορούσε να με δει, και ψέλλισα «εντάξει»
Έκανε ένα βήμα προς την πόρτα, αλλά τον σταμάτησα.
«Περίμενε» του είπα. Έπρεπε να τον ρωτήσω. Έπρεπε να μάθω. «Γιατί το έκανες αυτό; Γιατί να με βοηθήσεις;»
«Έχω δει τα πράγματα που έχει κάνει η ξανθιά γυναίκα σε ανθρώπους που ήταν κλεισμένοι εδώ μέσα, παραπάνω φορές απ' ότι οποιοσδήποτε θα ήθελε. Δεν θέλω να το αφήσω να ξανασυμβεί, ειδικά σε εσένα»
Ήμουν περίεργη, ήθελα να μάθω παραπάνω. Αλλά η πόρτα έκλεισε πίσω από τον κρυφό μου σωτήρα.
VOUS LISEZ
You can't stop me
AléatoireΤο έτος είναι 2124. Και πριν 104 χρόνια, ήρθε το τέλος του κόσμου. Όσοι επιβίωσαν, στοιβάχτηκαν σε μια σπηλιά, το μεγαλύτερο σπήλαιο του κόσμου. Τους είπαν ότι ήταν ο μόνος τρόπος να επιβιώσουν, την αιώνια νύχτα που ερχόταν. Έτσι, το ανθρώπινο γένο...