14

3 0 0
                                    

Η καρδιά μου βούλιαξε μέσα στο στήθος μου. Κάπου μακριά ο Τζακ φώναξε ένα όνομα. Δεν μπόρεσα να ακούσω. Ο κόσμος θόλωσε, πήγαινε πιο αργά.
Ένα σπαθί γεμάτο αίμα. Είχε πέσει από το χέρι που το κρατούσε. Τα πόδια μου κατάφεραν να κινηθούν και αυτόματα έτρεξαν προς το σώμα που κυλιόταν στο πάτωμα.
Έπεσα δίπλα της. Πήρα το κεφάλι της στα πόδια μου και έβγαλα τα μαλλιά από το πρόσωπό της. Ήθελα να με δει, να ξέρει ότι ήμουν εκεί για αυτήν.
«Μαμά» κατάφερα να πω, ακόμα και αν ένιωθα πως ένα αόρατο χέρι με στραγγάλιζε «μαμά όλα θα πάνε καλά, είμαι εδώ μαμά»
Τα μάτια της ήταν ανοιχτά. Με κοίταξαν. Ήταν ζωντανή, αλλά δυσκολευόταν να αναπνεύσει. Κάθε εισπνοή και μαχαιριά, κάθε εκπνοή, φόβος πως είναι η τελευταία. Το έβλεπα στα μάτια της.
«Ζάινα» ψέλλισε.
Το ρούχο της είχε μουλιάσει με αίμα. Το έσκισα για να φτάσω στην πληγή. Δεν έλεγε να σταματήσει να τρέχει.
«Ζάινα φύγε. Πρέπει να πας στην Εδέμ. Δεν ξέρεις πότε θα ξανακλείσει η πόρτα»
«Όχι χωρίς εσένα...» απάντησα, και τα μάτια μου άρχισαν να βουρκώνουν. Τα σκούπισα.
Το βράδυ πριν με συλλάβουν, είχα πει ότι θα τα βρούμε. Τόσα χρόνια είχα στερήσει την κι από τις δυο μας την αγάπη και την στοργή. Τώρα που είχα κάνει ένα βήμα υποχώρησης, δεν θα την άφηνα να φύγει. Θα την έπαιρνα μαζί μου. Θα την έκανα καλά.
«...ποτέ ξανά χωρίς εσένα» γύρισα στον Τζακ «Κάνε κάτι! Βοήθα την»
«Δεν μπορεί να κάνει τίποτα πλέον. Πηγαίνετε»
«Όχι, αν δεν μπορούμε να σε κάνουμε καλά εδώ, θα σε πάρουμε μαζί μας, έτσι όπως είσαι. Βοήθα με Τζακ, να την σηκώσουμε»
«Μα Ζάινα...» είπε αυτός, αλλά δεν τον άφησα να τελειώσει, έπιασα την μαμά μου από τις μασχάλες και την σήκωσα. Δεν ήταν ώρα να τον ακούσω, έπρεπε να την σώσω.
Την έσυρα μερικά μέτρα. Δεν άντεχε, σφάδαζε από τον πόνο. Υπήρχαν πολύ περισσότεροι τραυματισμοί, που δεν είχαμε δει.
«Αφήστε με» έκλαψε.
«Όχι, δεν θα πεθάνεις σήμερα»
Σήκωσε το κεφάλι και με κοίταξε στα μάτια. «Άσε με κάτω, κόρη μου. Φύγε»
Την αφήσαμε στο χώμα και πήρα πάλι το κεφάλι της στην αγκαλιά μου. Δεν μπορούσα να σταματήσω να κλαίω, να συσπώμαι ολόκληρη από τους λυγμούς.
«Ζάινα, ησύχασε» έφερα το χέρι της στο μάγουλό μου. Το χέρι που τόσα χρόνια πεισματικά αρνιόμουν, τώρα, στο τέλος, μου έμοιαζε το πιο μαλακό και ζεστό πράγμα στον κόσμο «παλέψαμε κι οι δύο, για τον ίδιο σκοπό. Όσο κι αν δεν θες να το πιστεύεις, πάντα πίστευα στον στόχο σου. Αλλά με νικούσε ο φόβος για εσένα. Γιατί εσένα, Ζάινα, σε αγαπώ περισσότερο κι από την ίδια μου την ζωή»
«Κι εγώ, σ' αγαπώ μαμά μου. Κι εγώ σ' αγαπώ»
Οι παλμοί της είχαν πέσει, σχεδόν δεν υπήρχαν πια. Τα μάτια της θόλωσαν και εστίασαν στο κενό. Έσκυψα από πάνω της. «Σ' ευχαριστώ μανούλα μου. Σ' ευχαριστώ για τα πάντα» Ήταν λέξεις που έπρεπε να τις επαναλαμβάνω κάθε μέρα. Έπρεπε να την είχα λούσει με αυτές. Όμως τελικά, δεν τις άκουσε ποτέ.
Ένα χέρι με ακούμπησε στον ώμο. «Πρέπει να φύγουμε Ζάινα. Η μητέρα σου είχε δίκιο, δεν ξέρουμε πόσο θα μείνει ανοιχτή η πόρτα»
Δεν ήθελα να φύγω. Δεν ήθελα να την αφήσω μόνη, στα σκοτάδια. Δεν ήθελα να προχωρήσω αύριο, και να την αφήσω πίσω, φυλακισμένη στο χτες.
«Παράτα με» απάντησα, αν και δεν είμαι σίγουρη ότι οι λέξεις μου ξεχώριζαν ανάμεσα στους λυγμούς. Άρχισα να ψαχουλεύω το χώμα για το σπαθί της «Φύγε. Θα πάω και εγώ μαζί της»
Δεν με άκουσε. Με σήκωσε από το χέρι, και με τράβηξε μαζί του. Δεν είχα την δύναμη να αντισταθώ, ήμουν ένα κουρέλι. Σήκωσα τα μάτια μου, αλλά δεν μπορούσα να δω μέσα από το υγρό τοίχος που τα θόλωνε. Μονάχα φως , άπλετο φως, να με τυφλώνει.

You can't stop me Donde viven las historias. Descúbrelo ahora