ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

82 10 0
                                    

Είναι 3:00 το βράδυ. Δεν μπορώ να κοιμηθώ, σηκώθηκα να πιω λίγο νερό. Ο Gabriel ευτυχώς κοιμάται και δεν με πήρε είδηση. Ο Gabriel είναι ο πατριός μου μένω μαζί του τον τελευταίο χρόνο αφότου η μητέρα μου πέθανε και δεν έχω κάποιον άλλον για να πάρει την κηδεμονία μου ώσπου να ενηλικιωθώ. Το μόνο που περιμένω είναι να γίνω 18 και να φύγω όσο πιο μακριά γίνεται από αυτόν τον άνθρωπο. Η ζωή μου αφότου πέθανε η μητέρα μου πάει από το κακό στο χειρότερο, θα καταλάβετε παρακάτω τι εννοώ προς το παρών πάω να συνεχίσω τον ύπνο μου.

****

Ξημέρωσε, η ώρα πήγε 7:30. Σηκώθηκα να ετοιμαστώ για το σχολείο. Πήγα στην κουζίνα να φτιάξω το κολατσιό μου, ο Gabriel ήταν ήδη εκεί και κάτι έκανε, πλησίασα για να δω και τότε μου είπε

'' Καλημέρα στην γυναίκα της ζωής μου, σήμερα είπα να σου φτιάξω εγώ το κολατσιό σου για το σχολείο ''

Αναστατώθηκα, σκέφτηκα μήπως έριξε τίποτα μέσα, αλλά μετά το ξανά σκέφτηκα και κατέληξα στο ότι δεν θα ήθελε να με χάσει για να τον φροντίζω και για να έχει κάπου να ξεσπάει όποτε δεν τον συμφέρει, όποτε το πήρα και πήγα να φύγω. Όμως με σταμάτησε, με τράβηξε από το χέρι με δύναμη και μου είπε

'' Που πας να φύγεις έτσι χωρίς φιλί αγάπη μου; '' με κοίταξε με πονηρό ύφος, με άρπαξε και με φίλησε στα χείλη. Αηδίασα αλλά δεν μίλησα, τι να έκανα άλλωστε; Φοβάμαι να του φέρω αντίρρηση. Τον κοίταξα με γλυκό ύφος και έφυγα.

****

Στο δρόμο για το σχολείο πέτυχα την Mary και την Nancy. Τις ντίβες του σχολείου. Όλο κόντρα μου πήγαιναν, δεν με άφηναν σε ησυχία. Άρχισαν μόλις με είδαν να γελάνε και να με κοροϊδεύουν, δεν τους έδωσα σημάδια, συνέχισα να περπατάω. Μετά από λίγα λεπτά έφτασα στο σχολείο, πήγα στην τάξη και κάθισα στην θέση μου, πίσω πίσω στο τελευταίο θρανίο, απομονωμένη από όλους, να έχω την ησυχία μου.

Μπήκε ο καθηγητής στην τάξη και άρχισε να μονολογεί πάλι. Βαρέθηκα ήδη. Σε κάποια φάση με ρώτησε να πω μάθημα αλλά δεν ήξερα να απαντήσω, δεν είχα διαβάσει, πως να διαβάσω άλλωστε με τέτοιο χαμό στο σπίτι; Δεν απάντησα στην ερώτηση που μου έκανε ο καθηγητής και οι υπόλοιποι άρχισαν να λένε διάφορα. Δεν με πείραζε, τους είχα συνηθίσει.

Χτύπησε κουδούνι, πήγα στο στέκι μου πίσω από την τάξη. Δεν έρχεται κανείς εδώ. Κάθισα και έκανα ένα τσιγάρο. Ουφ ηρέμησα, με χαλαρώνει τόσο πολύ, ξεφεύγω από τον τόπο όπου βρίσκομαι και σαν να μεταφέρομαι αυτόματα αλλού.

On the wrong road💊Where stories live. Discover now