Την ίδια μέρα το απόγευμα ετοιμάστηκαμε και πήγαμε σε ένα μπαράκι
Μπάρμαν : Τι θα πάρετε?
Άνταμ : Ένα ουίσκιΔεν ήξερα ότι έπινε ουίσκι
Τζούλι : Πίνεις ουίσκι?
Άνταμ : Ναι μωρό μουΜου είπε και με πήρε από την μέση
Μπάρμαν : Εσύ τι θα πιεις?
Τζούλι : Μια μαργαρίταΤου είπα και άρχισε να φτιάχνει τα ποτά μας . Ο Άνταμ με κράτησε σφιχτά και πλησίασε τον λαιμό μου . Μόλις ένιωσα την ανάσα του πάνω μου άρχισα να τρέμω
Τζούλι : Α...Άνταμ όχι εδώ
Άνταμ : Μη φοβάσαι ήθελα απλά να δω πως θα αντιδράσειςΜου είπε και έγινα κατακόκκινη . Μόλις ήπιαμε τα ποτά μας χορέψαμε στην πίστα . Εγώ κουράστηκα και έκατσα στο τραπέζι μας όσο αυτός ακόμα χόρευε
- Γεια σου κούκλα
Τζούλι : Γεια
- Έχεις αγόρι ή είσαι μόνη σου ?
Τζούλι : Έχω αγόρι
- Μάλιστα , είμαι ο Νίκ
Τζούλι : Τζούλι χάρηκαΤου είπα και κάναμε χειραψία
Άνταμ : Ποιος είναι αυτός μωρό μου?
Άκουσα τον Άνταμ και ένιωσα το χέρι του στους ώμους μου
Τζούλι : Ένα αγόρι που γνώρισα
Νικ : Με λένε Νικ
Άνταμ : ΆνταμΕίπε και κάνανε χειραψία
Άνταμ : Μωρό μου πάμε σπίτι?
Τζούλι : Εμμ ναι πάμεΤου είπα και με πήρε από τον καρπό δυνατά . Βγήκαμε από το μπαρ και συνέχισε να με κρατάει έτσι
Τζούλι : Άνταμ πονάω
Άνταμ : Σκάσε και προχώρα
Τζούλι : Γιατί μου μιλάς έτσι?
Άνταμ : Σκάσε είπα!!!!Μου φώναξε και με κοίταξε άγρια
Μα καλά τι έπαθε?
Φτάσαμε σπίτι και με έριξε πάνω στον καναπέ . Κοίταξα τον καρπό μου και είδα ότι είχε γίνει κόκκινος από το δυνατό άρπαγμα του
Τζούλι : Ορίστε κοκκινησε
Του είπα και με κοίταξε
Άνταμ : Δε μπορώ πουθενά να βγαίνω μαζί σου!!!
Τζούλι : Γιατί το λες αυτό?
Άνταμ : Όλοι σου την πέφτουν!!!
Τζούλι : Μιλούσαμε δε μου την έπεσε και τι συμπεριφορά είναι αυτή!!!!?Του φώναξα και σηκώθηκα
Άνταμ : Μόλις μου φώναξες?
Μου είπε άγρια και άρχισε να με πλησιάζει . Εγώ πήγαινα προς τα πίσω μεχρι που χτύπησα πάνω στον τοίχο και αυτός ήταν μπροστά μου
ESTÁS LEYENDO
Love Without You
De TodoΆνταμ : Έλα εδώ μικρή μου μη φοβάσαι Τζούλι : Όχι μη με πλησιάζεις Του είπα και χτύπησα πάνω στον τοίχο . Αυτός ήρθε μπροστά μου και με το δάχτυλο του ακούμπησε το πιγουνι μου και σήκωσε το κεφάλι μου προς αυτόν Άνταμ : Δε χρειάζεται να με φοβάσα...