5

71 2 0
                                    

Γύρισε στο σπίτι τρέμοντας στο σπίτι και έτρεξε κατευθείαν στο μπάνιο που ήταν μια καλύβα έξω από το σπίτι.
Υπήρχαν κουβάδες με νερό για ποδολουτρο που άφηνε η θεία της, επειδή της άρεσε να πλένει τα πόδια της με κρύο νερό.
Έπιασε το πράσινο σαπούνι.
Εκλαιγε.
Εκανε μπάνιο με το κρύο νερό και σκουπηστηκε με μια πάλια μπεζ πετσέτα.
Παντα άφηνε μια αλλαξια στο μπάνιο, σε ένα ντουλάπι από ξύλινο κουτί.
Ντύθηκε με δάκρυα.
Το λουλουδατο φόρεμα που φορούσε το έκαψε στο πίσω μέρος της αυλής.
Μαζεύτηκε κουλουρα και έκλαιγε και έπνιξε τα ουρλιαχτά της.

Μετά από ωρα την βρήκε η θεία της να κλαίει μέσα στα σκέπασματα.
Την ρώτησε τι έγινε.
Και αυτή της είπε μόνο ότι ο δεν θα έβλεπε ποτέ ξανά τον Σπύρο.
Και λυσσαξε η Μελπω.
-Λεγε, τι του έκανες? Φωναξε η γριά.
Η Μαρία έπνιξε ένα δάκρυ και κοίταξε αλλού.
Η Μελπω χτύπησε τα χέρια στο μέτωπο της.
-Πάει, σε παράτησε και αυτός....
Η Μαρία θυμήθηκε το προξενιό που πήγε να ξεκίνησει κάποτε η Ρουλα η προξενήτρα αλλά δεν έγινε ποτέ επειδή ο νεαρός κάποιος Ζάχος, είχε ερωτευτεί τελικά μια ξανθιά κοπέλα από το διπλανό χωριό, και το αγόρι που είχε ερωτευτεί δύο τρία, χρόνια πριν, με τον οποίο υπήρχε έρωτας κρυφός αλλά αυτός δεν το φανερώνε ουτε αυτοί ούτε ουτος, ντροπαλοι κ οι δύο, αυτός τελικά παντρεύτηκε μια κοπέλα από τις πλούσιες του χωριου , είχε έρθει μετά από χρόνια στην Αθήνα και είχε αέρα και στυλ, αλλά ήταν κάπως ψωνίσαμενη, ξινή και σνομπ, ήταν λίγο πιο ψηλή από την Μαρία και αδύνατη, με αναλογίες μανκεν αν εξαιρουσες το μικρό της μπόι, είχε σταρενιο δέρμα και αρχοντικό μεγάλο μέτωπο και ματιά καφέ γατίσια και σχιστά και ξανθά μαλλιά, βαμμένα.όταν βάφονται επειδή είχε μάθει να να φτιάχνεται και να βάφεται πολύ καλά έβαζε κάτω και την Μπριζίτ Μπαρντο και όταν περνούσε μπροστά από την Μαρία που ούτε ήξερε καν τι είναι τα λουσα η κοπέλα ένιωθε άσχημα και η η Μελπω που το καταλάβαινε, όλο και κάτι θα έλεγε, την σύγκρινε με αυτήν την Ιουλία , κοίτα πρόσωπο, κοίτα ύψος, ψηλή κοπέλα μωρέ, τι να πεις, λες και δεν η Ιουλία ήταν 1.60 με 1.63 αλλά 1.83, κοίτα μαλλί, κοίτα σώμα, έτσι ήμουν και εγώ στα νιάτα μου, γορνονα σωστή , αλλά εσύ Πχ πότε σου δεν θα γίνεις έτσι και ας κάτσεις ένα μήνα χωρίς φαΐ, και ας φέρω εδώ τις καλύτερες μπογιές να βαφτεις, κάποιες απλα γεννιούνται κουκλαρες, τι να κάνουμε?  Και κοίτα πως καμαρώνει ο Παύλος δίπλα στην νεράιδα, και μετά λένε οι φίλες σου ότι εκοιταζει εσένα ακόμη, μπούρδες, τώρα που γνώρισε αυτή καλομαθε στα ωραία και την  ομορφιά το παιδί και με το δίκιο του. Και να χώριζε και ποτε που λέει ο λόγος, καμία τέτοια θα κοίταζε, γιατί μέχρι να μάθεις στην ομορφιά,  τα άσχημα και τα μέτρια καλά σου φαίνονται , αν όμως γευτείς την ομορφιά, πάει τελείωσες, σε έκανε σκλάβο της, κι αντε τώρα μετά να γυρίσεις στα μέτρια, εμ, έτσι είναι , μωρέ αν έχεις μάθει φασολάδα καλή σου φαίνεται, αν ομως μετά γευτείς την μπριζόλα, γίνεται να πας να ζητήσεις ξανά φασολάδα? Ε, όχι βέβαια...Έτσι έλεγε. Και γελούσε.

Και η Μαρία έχασε κάθε αυτοπεποίθηση και έπαθε κατάθλιψη χωρίς να ξέρει τι ήταν αυτό, νόμιζε οτι αν θα γίνονταν όμορφη σαν αυτην την Ιουλία, αν έκανε κάτι να τους μοιάσει, να γίνει κι αυτή ωραία, ίσως σταματούσε να την μειώνει η Μελπω  και η ίδια να πάψει να μισεί τον εαυτό της.
Και έχασε κιλά, και έγινε και αυτή ξανθια με χαμομηλάκι και η Μελπω λυσσαξε ένα χρόνο τώρα να την κάνει να  ξανά γίνει μελαχρινή, επειδή  λέει ήταν άσπρη σαν την νεκρή και   τα ξανθά δεν ήταν για αυτή.
Και στην πρωτη ευκαιρία πετούσε κάνα, μα πόσο κουκλα ήταν πάλι η Ιουλία, του Παύλου, ρε παιδιά .. Την είδατε στην πλατεία με το σγουρό, όλοξανθό μακρύ μαλλί, το κόκκινο φόρεμα και τα τακούνια? Νεράιδα, νεράιδα...

Αλλά, μπορεί η Ιουλια να έμοιαζε αψεγάδιαστη σαν τον ωραιότερο άγαλμα όταν ήταν βαμμένη και ντυμένη στη πένα, σαν σταρ του σινεμά, να "εξαφανιζε" την απλή με τα δανικά  από φίλες της, η αγοραστά από το παζάρι ρούχα η Μαρία, αλλά
όταν ήταν η Ιουλία ήταν αβαφη και ντυμένη απλά, η αλήθεια ήταν ότι το πρόσωπο της δεν ήταν καθόλου μα καθόλου όμορφο και όταν περνούσε η Μαρία δίπλα της με το δικό της εντελώς άβαφο, ανεπιτήδευτο  πρόσωπο ακόμη και με  τα απλά, ατσουμπαλα της ρούχα έλαμπε τόσο πολύ το πρόσωπο της, που ο Παύλος χάζευε και έμενε να την κοιτάζει στα κλέφτα, κατευθείαν στο ολογλυκο ολοκαθαρο, άβαφο προσωπάκι της.
Αυτό δεν το παραδέχτηκε ποτέ η Μελπω.

Και εκείνη την ημέρα θυμήθηκε η Μελπω και το προξενιό που χάλασε, και τον Παύλο.
-Όλοι σε παρατάνε, όλοι...
Και έλεγε, και έλεγε και σταματημό δεν είχε...

Η "σημαδεμενη" Where stories live. Discover now