Η Χιονάτη του σήμερα ~ 1 ~

61 16 14
                                    

Η Χιονάτη ξάπλωνε στο κρεβάτι της χαζεύοντας στο κινητό της όταν η τσιριχτή φωνή της μητριάς της ακούστηκε να την φωνάζει: «Χιονάτη! Χιονάτη! Έλα αμέσως εδώ!»

Δεν την άντεχε άλλο! Την εκνεύριζε τόσο πολύ. Με το που την έβλεπε να κάθεται για λίγο να ξεκουραστεί αμέσως την ενοχλούσε. Ήταν σίγουρη πως το έκανε επίτηδες.

Σηκώθηκε βαριεστημένα από το κρεβάτι και κατέβηκε τη σκάλα.

«Παρακαλώ κυρία.»

Έτσι την είχε αναγκάσει να την αποκαλεί. Δεν μπορούσε όμως να της φέρει αντίρρηση γιατί όσο και αν τη σιχαινόταν η Χιονάτη κατά βάθος τη φοβόταν. Το βλέμμα της ήταν πάντοτε τόσο μοχθηρό. Αν και ήταν τόσο καλή ηθοποιός ώστε να μπορεί να κρύβει από τον καλόκαρδο πατέρα της Χιονάτης την κακία της.

«Πήγαινε αμέσως να βρεις τον οδηγό και να του πεις να ετοιμάσει το αυτοκίνητο.»

'Και γιατί δεν το ζητάει από την οικιακή βοηθό;' αναρωτήθηκε η Χιονάτη προσπαθώντας να συγκρατήσει τα νεύρα της.

«Ακόμα εδώ είσαι; Τρέχα σου λέω!»

Πόσο απαίσια! Η Χιονάτη έτρεξε στην αυλή του σπιτιού για να βρει τον οδηγό. Μακάρι να φύγει και να μην ξαναγυρίσει ποτέ! Αχ πόσο της έλειπε η γλυκιά μανούλα της...Την έχασε όταν ήταν οκτώ χρόνων και ο πατέρας της τρεις μήνες μετά τον θάνατο της Λίνας, της μητέρας της, παντρεύτηκε αυτήν την τρισάθλια, την Μάργκαρετ. Αυτή η ύπουλη γυναίκα με το που έμαθε πως ο πατέρας της χήρεψε, έπεσε πάνω του σαν το κοράκι. Μόνο τα πλούτη την ένοιαζαν!

Αν και η Μάργκαρετ κατάγονταν από πλούσια οικογένεια τα τελευταία χρόνια πριν παντρευτεί τον πατέρα της Χιονάτης, τον Κρίστοφερ, βρισκόταν σε άθλια οικονομική κατάσταση. Έτσι με τον θάνατο της Λίνας βρήκε την κατάλληλη ευκαιρία να μπει στην οικογένεια ως νόμιμη σύζυγος και να ζει μες τα πλούτη. Όπως και κατάφερε!

Αχ ο αθώος Κρίστοφερ...νόμιζε πως τον αγαπούσε πραγματικά! Εντάξει δεν της έπεφτε και άσχημος, αλλά δεν την ενδιέφερε. Το μόνο της πρόβλημα ήταν η αποκρουστική κόρη του, η Χιονάτη. Πίστευε πως ήταν τόσο άσχημη και δεν μπορούσε ούτε να την κοιτάζει.

"Στη μάνα της θα έμοιασε γι' αυτό είναι έτσι." Έλεγε και ξανάλεγε στον εαυτό της, πιο πολύ για να το πιστέψει η ίδια, διότι η Χιονάτη ήταν τόσο όμορφη όσο ήταν και η μητέρα της. Μπορεί κι ακόμα παραπάνω!

Η Χιονάτη αύριο έχει γενέθλια! Κλείνει τα δεκαοκτώ...κι όλας δέκα χρόνια από τον θάνατο της μητέρας της. Αυτά τα δέκα χρόνια ήταν ότι χειρότερο για εκείνη. Είχε να αντιμετωπίσει την απαίσια μητριά της, την Μάργκαρετ, και να προσπαθεί συγχρόνως, να το παίζει χαρούμενη για να μην στεναχωρεί τον πατέρα της.

Φυσικά ο Κρίστοφερ δεν είχε ιδέα τι συνέβαινε μέσα στο σπίτι του. Πίστευε πως ήταν πολύ τυχερός που μετά τον θάνατο της Λίνας μπόρεσε να βρει μια τόσο γλυκιά και συμπονετική γυναίκα να σταθεί στο πλευρό του. Έλειπε τόσες πολλές ώρες από το σπίτι λόγω της δουλειάς του που ήταν πολύ εύκολο στην Μάργκαρετ να κάνει ότι θέλει χωρίς να φοβάται πως θα καταλάβει τις αληθινές της προθέσεις. Βέβαια η Χιονάτη είχε καταλάβει τι ρόλο έπαιζε όμως η Μάργκαρετ την μισούσε τόσο πολύ που ήθελε με κάθε τρόπο να της δείχνει το αληθινό, σκληρό της πρόσωπο.

Επιτέλους βρήκε τον οδηγό. Καλά που είχε εξαφανιστεί αυτός ο άνθρωπος;

«Καλημέρα Πίτερ! Η Μάργκαρετ θα βγει. Ετοίμασε το αμάξι.» του ανακοίνωσε.

«Αμέσως!» απάντησε εκείνος τρέχοντας βιαστικά πρός το γκαράζ.

«Χιονάτη!» κοντοστάθηκε.

«Είσαι...είσαι καλά;»

«Όλα καλά Πίτερ, σ' ευχαριστώ.» του απάντησε εκείνη και αυτός συνέχισε τον δρόμο του κρύβοντας ένα χαμόγελο.

Η Χιονάτη επέστρεψε γρήγορα στο δωμάτιο της και πήρε μια βαθιά ανάσα χαρούμενη που έστω και για λίγες μόνο ώρες θα έμενε μακριά από την Μάργκαρετ.

Την είχε όλη μέρα πάνω απ'το κεφάλι της. Οι μόνες ώρες που έμενε ήρεμη ήταν όταν η μητριά της έβγαινε για εξωτερικές δουλειές. Ούτε σχολείο δεν πήγαινε. Έφερνε στο σπίτι ξακουσμένους καθηγητές και καλά για το καλό της. Η Χιονάτη δεν τα πίστευε αυτά. Ήξερε καλά πως η Μάργκαρετ έκανε ό, τι περνούσε απ'το χέρι της για να την κρατάει απομονωμένη... μακριά απ' όλους και απ' όλα. Δεν είχε καθόλου φίλες! Λογικό είναι...μέσα στο σπίτι πως να γνωρίσει καινούρια άτομα;

Οι μόνοι της φίλοι ήταν τα πουλιά που ερχόνταν κάθε πρωί στο παράθυρο της και την ξυπνούσαν με την μελωδική φωνή τους και ένα μικρό κουνελάκι που τρύπωνε κάθε μέρα την ίδια ώρα μέσα στην αυλή του σπιτιού. Ήταν η ώρα που η Χιονάτη έκανε τον καθιερωμένο της περίπατο. Λες και είχαν κλείσει ραντεβού ο πιστός της φίλος ερχόταν πάντα και της έκανε συντροφιά. Μιλούσε ακόμη και με τις πολύχρωμες όμορφες πεταλουδίτσες που πετούσαν χαρούμενες γύρω της καθώς εκείνη μάζευε λουλούδια. Συγκεκριμένα τριαντάφυλλα. Κόκκινα κατακόκκινα τριαντάφυλλα. Τα λάτρευε από μικρό κορίτσι. Τότε που η μαμά της έπλεκε στεφάνια και φορούσε ένα εκείνη και ένα η μικρή Χιονάτη.

Αφού είδε το αυτοκίνητο με την Μάργκαρετ και τον Πίτερ να απομακρύνεται, η Χιονάτη άνοιξε το παράθυρο. Μύρισε τα λουλούδια και άκουσε τα πουλιά. Ήταν ήρεμη... έστω για λίγο. Πέρασε όμορφα την ώρα της ακούγοντας μουσική, χορεύοντας, διαβάζοντας μερικά βιβλία ώσπου τα βλέφαρα της βάρυναν και την πήρε ένας γλυκός ύπνος.
                                 

Η Χιονάτη του σήμεραHikayelerin yaşadığı yer. Şimdi keşfedin