Ανέλια pov
Παύλο: είσαι καλά
Εγώ: ναι μία χαρά είμαι
Λέω ενώ συνεχίζω να τραβάω
Παύλος: νομίζω ήρθε ή ώρα νά σταματήσεις
Λέει ενώ μου παίρνει τό μπάφο
Εγώ: εειι
Παύλος: ήταν αρκετά νομίζω
Εγώ: εγώ φεύγω είσαι ξενέρωτος
Λέω ενώ φεύγω όμως αυτός με ακολουθεί
Απότομα σταματώ επειδή βλέπω τον Κρίστιαν να φιλιέται με μία όμως μόλις με βλέπει σταματάει
Εγώ αρπάζω τον Παύλο καί τόν φιλάω
Εννοείτε αυτός ανταποκρίνεται
Σταματάω τό φιλί καί πάω γρήγορα στο μπάνιο
Πλένω το πρόσωπο μου και απότομα μπαίνει ο Κριστιάν στο μπάνιο τρομάζοντας με
Κριστιάν: τι στο διάολο νομίζεις ότι κάνει ε
Εγώ: ότι θέλω κάνω έτσι όπως καί εσύ κάνεις ότι θές
Κριστιάν: τό πρωί έλεγες ότι με αγαπάς καί άλλες τέτοιες βλακείες ενώ τώρα φιλούσες αυτόν . Βλέπω πόσω πόλη με αγαπάς
Μόλις ακούω αυτό ενα δάκρυ μου κυλάει
Εγώ : παρόλο πού άκουσες τί είπα το πρωί με χώρισες ανοίχτηκα καί παρόλο αυτά με χώρισες
Εγώ: ξέρεις πόσο πόλη δύσκολα άνοιγμα σού είπα αυτά τά λόγια όμως εσύ ήθελες και πάλι νά χωρίσουμε
Λέω όλα αυτά ενώ κλαίω
Εγώ: καί νά ξέρεις ναι σε αγαπώ όμως όταν βλέπω ότι πάς με άλλες δεν θά καθωμαι σαν το βλαμμένο κοριτσάκι πού κλαίει για το αγόρι πού δεν την θέλει
Τού λέω τά τελευταία μου λόγια καί βγαίνω έξω στην αυλή
Εκεί βλέπω μία παρέα αγοριών
Τού πλησιάζω και καταλαβαίνω από τήν μυρωδιά ότι καπνίζουν μπάφο
Εγώ: γειά σάς
Αγόρια: γειά σου
Εγώ: μήπως θα μπορούσατε να με κεράσετε
Αγόρι: εννοείτε
Λέει ένας καί μου δίνει ένα
Εγώ: ευχαριστώ
Αγόρι: τίποτα
Βάζω τό ναρκωτικό στα χείλη μου όμως δεν έχω αναπτήρα όμως ένα από τα αγόρια μου το ανάβει
Εγώ: ευχαριστώ καί πάλι. Ανέλια
Αγόρι: Μάριος
Αγόρι: Νίκος
Αγόρι: Παναγιώτης
Εγώ: χάρηκα
Νίκος: από πού έρχεσαι
Εγώ: Κρήτη εσείς
Μάριος: Αθήνα όμως μένουμε εδώ
Εγώ: ωραία πόσω καιρό είστε εδώ
Παναγιώτης: 1 χρόνο περίπου
Εγώ: μία χαρά
Καί Νάι με τά αγόρια μιλούσαμε για διάφορα θέματα είναι πόλη καλά παιδιά. Όμως εγώ δεν αισθάνομαι καλά
Ράιαν: ανέλια
Γυρνάω και βλέπω τόν Ράιαν
Εγώ: αδερφέ
Ράιαν: τί κάνεις πάς καλά
Εγώ: καλά καλά εσύ καλά
Ράιαν: πού είναι ο Κριστιάν
Εγώ: δεν ξέρω σίγουρα με γκόμενα θά είναι
Λέω ενώ πίνω από τό μπουκάλι πού είχαν τά αγόρια
Ράιαν: έλα φεύγουμε
Εγώ: αα όχι δεν τελω
Ο Ράιαν με πλησιάζει καί με πιάνει από τό χέρι
Ράιαν: ανέλια γιατί τά μάτια σου είναι κόκκινα
Εγώ: ααα εκγω ντεν ξέρω εκγω ντεν έκανε τίποτα
Ράιαν: χόρτο έκανες
Εγώ: ε μπορι λικγο θες και εσυ χαχαχα
Νευριασμένος με τραβάει από τό χέρι καί με πάει στο μπάνιο και πλένει το πρόσωπό μου
Ξαφνικά μου έρχεται να ξεράσω βάζω το κεφαλή μου πάνω από την τουαλέτα καί τά βγάζω όλα
Ράιαν: αχ ρε ανέλια αχ
Λέει ενώ μου κρατάει τα μαλλιά
Αφού τελείωσα πλένω το πρόσωπο μου
Όμως νιώθω τόσο αδύναμη που λιποθύμησα