Άλεξ pov
Ράιαν: Άλεξ η Ισπανί δεν σταματάνε να δημιουργούν προβλήματα
Αριον: πρέπει να κάνουμε κάτι
Εγω: κάτι θά σκεφτώ και για αυτούς
Εγώ: πείτε μου τί έγινε με τον Στέφανο πώς τά πάμε
Στέλιος: μία χαρά αν συνεχίζουμε έτσι δεν θά του μείνει τίποτα
Εγώ: μπράβο χαίρομαι
Κρίστιαν: τό παράξενο είναι ότι ακόμη είναι εδώ ενώ συνήθως δεν κρατιέται σε ένα μέρος για αρκετό καιρό
Αριον: έλα τώρα πού δεν τό καταλάβατε
Ράιαν: τι
Αριον: είναι εδώ πέρα μόνο και μόνο επειδή είναι καψουρονενως με τήν Νικόλ
Στέλιος: αα ναι ρε
Εγώ: τί λέει θα τα λέμε σαν τα κοράκια ποιος θέλει ποιών. Έχουμε δουλειές άντε
Αριον: καλά ρε αφεντικό καταλάβαμε τό κορίτσι είναι δικό σου
Εγώ : αριον μήν με νευριάζεις
Του λέω αυστηρά
Έμιλυ pov
Κατά της 1 γυρνάω από τό σχολείο ανεβαίνω πάνω βγάζω τά ρούχα μου καί βάζω ποιο άνετα ρούχα
Κατεβαίνω κάτω
Πάω στήν κουζίνα ψάχνω κάτι νά φάω αλά δεν έχει τίποτα γι'αυτό παραγγέλνω πίτσα
Ξαπλώνω στον καναπέ καί βάζω να δω παιδικά
Ξαφνικά χτυπάει τό κουδούνι
Αποκλείεται να είναι η πίτσα
Ανοίγω τήν πόρτα καί βλέπω ένα πόλη ωραίο αγόρι
Αγόρι: γειά σου
Εγώ: γειά με τι μπορώ νά σε βοηθήσω
Αγόρι: είμαι ο καινούργιος σού γείτονας ακόμη δεν έχω τακτοποίηση τά πράγματα μου καί αναρωτιόμουν μήπως έχεις ζάχαρη
Εγώ : ναι εννοείτε μπες μπες
Του λέω ενώ πάω στήν κουζίνα να πάρω ένα πακέτο ζάχαρη
Εγώ: ορίστε
Αγόρι: δεν χρειαζόταν τόσο πόλη
Εγώ: δεν πειράζει
Εγώ: παρεμπιπτόντως με λένε Έμιλυ
Αγόρι: Ματέο χάρηκα
Εγώ: καί εγώ
Εγώ: Ισπανός είσαι
Ματέο: Νάι
Εγώ: δεν έχεις προφορά
Ματέο: ευχαριστώ
Ματέο: όπως καί να έχει ευχαριστώ πόλη αλήθεια
Εγώ: δεν κάνει τίποτα
Λέω καί φεύγει
Ποο Ισπανός αχχ
Μόλις κλείνω τήν πόρτα ξανά χτυπάει
Ανοίγω καί βλέπω την πίτσα
Περνώ λεφτά πληρώνω καί πάω στο σαλόνι να την φάω
Ανέλια pov
Είμαι σπίτι με τόν Κρίστιαν και βλέπουμε ταινία
Πόλη μου αρέσει όταν βλέπω ταινία στήν ακγαλια του
Κρίστιαν: τί σκέφτεσαι
Εγώ : τό πόσω πόλη μου αρέσει να είμαι στην αγκαλιά σου
Κρίστιαν: και εμένα
Λέει και μου δίνει πεταχτό φίλη
Νικόλ pov
Όπως καθόμουνα στο καναπέ μπαίνει ο Άλεξ απότομα στο διαμέρισμα
Δεν λέει τίποτα ανεβαίνει νευριασμένος στον πάνω όροφο
Και εγώ τον ακολουθώ για να δω τί θά κάνει
Τον βλέπω νά βάζει τά ρούχα του στήν βαλίτσα του
Εγώ: τί κάνεις πού πας
Άλεξ: δεν θά συγκάτοικο με το κορίτσι το μοιράζει το κρεβάτι της με τον αντίπαλο μου
Εγώ: τι βλακείες είναι αυτές πού λές
Άλεξ: είπα ότι είχα να πω
Παίρνει τήν βαλίτσα του και με αφήνει μόνη στο διαμέρισμα
Μονή
Μονή
Μονή
Έμεινα μόνη
Με άφησε όταν φοβάμαι με ποιον θά κοιμάμαι αγκαλιά
Σκέφτομαι καί αρχίζω νά κλαίω