3.

38 2 0
                                    

Η Τίφανι έφτασε στο τούνελ. Δε μπορούσε να διακρίνει πολλά πράγματα. Το σκοτάδι κυρίευε. Είχε μια αρκετά άσχημη οσμή το τούνελ. Το μικρό κορίτσι άρχισε να φωνάζει:
- Τζόνσον που είσαι; Φανερώσου δεν είναι αστείο. Η μαμά και ο μπαμπάς ανησυχούν πάρα πολύ αυτή τη στιγμή, σε παρακαλώ βγες έξω.
Μα απάντηση καμία δεν έπαιρνε. Κάποια στιγμή παρατήρησε πως οι πατημασιές και δεν οδηγούσαν στο τούνελ αλλά σε μια έπαυλη. Περπάτησε ως την έπαυλη, μα όταν έφτασε έξω από την πόρτα της εισόδου, κοντοστάθηκε. Δεν ήξερε αν έπρεπε να χτυπήσει το κουδούνι. Τελικά όμως, το χτύπησε. Όση ώρα περίμενε, χάζευε την απέραντη ομορφιά εκείνης της έπαυλης. Τη θαύμαζε λεπτομερώς. Τα κεραμίδια της, τα οποία καλούμενα με χιόνι ήταν. Τα τεράστιά της παράθυρα. Τη πέτρινη επικάλυψη, αλλά και τον πανέμορφο κήπο, που σαν έφτανες πιο κοντά η μυρωδιά των γιασεμιών και των τριαντάφυλλων σε λίγωναν.

Ξαφνικά, η πόρτα άνοιξε. Περπάτησε ως τη πόρτα της έπαυλης. Έπειτα, ένας μεσήλικας άνδρας, ψηλός, μελαμψός και μελαχρινός με άγρια φρύδια και χαρακτηριστικά, υποδέχτηκε το μικρό κορίτσι.
-Γεια σου! Της είπε με γλυκιά φωνή, πρόσχαρος και όλος χαρά
- Γεια σας. Έχω χάσει τον αδερφό μου και ακολούθησα τις πατημασιές που οδηγούν στο σπίτι σας γιατί νόμιζα πως βρισκόταν εδώ.
- Θεέ μου. Αυτό είναι λυπηρό. Έχεις ειδοποιήσει τους γονείς σου;
- Βασικά...
Εκείνη τη στιγμή τη διέκοψε βάζοντας τη μέσα στο σπίτι.
Αφού πέρασε μέσα στο σπίτι και συζήτησαν και αφότου φάγανε και γενικότερα ο μεσήλικας άνδρας προσέφερε ξενοία στη μικρή κοπελα, πήγανε για ύπνο.

Αν και μικρή η Τίφανι απόρησε που ο άνδρας δε θέλησε να της προτείνει να γυρίσει πίσω στους γονείς της και στο σπίτι της. Η ώρα σήμανε τρεις τα ξημερώματα. Η Τίφανι δε μπορούσε να κοιμηθεί καθότι δεν είχε μάθει να βολεύεται σε ξένα στρώματα. Κοιτούσε το χάος του ταβανιού που απλώνονταν στα μάτια της. Όμως, κάποια στιγμή, άκουσε μια φωνή. Τρόμαξε. Έμοιαζε με τσιρίδα αλλά και συνάμα κραυγή. Πετάχτηκε από το κρεβάτι στο οποίο δε μπορούσε να κοιμηθεί απότομα. Άνοιξε τη ντουλάπα, καθώς θεώρησε πως από εκεί ερχόταν η φωνή που διατάραζε την ως τότε ηρεμία της. Άνοιξε την ντουλάπα και αυτό που αντίκρισε πραγματικά την εξέπληξε αλλά και την ανακούφισε παράλληλα. Ήταν ο μικρός της αδερφός, με καλούμενο το στόμα και δεμένα τα χέρια. Ανήμπορος εντελώς να κάνει ο,τι δηποτε ούρλιαζε. Τότε η Τίφανι του έκανε νόημα να σταματήσει.
- Τζόνσον! Δε το πιστεύω! Σςςς! Σταματά δε πρέπει να μας ακούσει.
Τότε του αφαίρεσε την ταινία από το στόμα.
- Τίφανι. Ευτυχώς που γύρισες.
- Μα, εννοείται πως θα ερχόμουν.
- Πάμε να φύγουμε.
- Στάσου. Μια στιγμή. Πως βρέθηκες εσυ εδώ;
- Ήταν εκείνο το βράδυ όπου κάναμε τα αγγελάκια. Ξαφνικά, ένιωσα ένα τράβηγμα. Κάποιος με τράβαγε από το χέρι και παράλληλα μου έδεσε το στόμα, αλλά μου έβαλε κάτι και εγώ ζαλιστ...
- Παραισθησιογόνα ουσία. Αυτό ήταν. Για αυτό δε κατάλαβα την αποχώρησή σου.
- Μάλλον. Τι θα κάνουμε.
- Τζόνσον κρύψου γρήγορα. Δέσου γρήγορα με το σχοινί και τοποθέτησε τη ταινία στο πρόσωπό σου.
- Φοβάμαι.!
- Μην ανησυχείς εγώ είμαι εδώ! Έλα προσπάθησε να συγκεντρωθείς. Θα τα καταφέρεις. «Είμαστε μαζί σε αυτό το κακό όνειρο.» Το θυμάσαι που στο έλεγα όταν έβλεπες εκείνα τα κακά όνειρα με τα φαντάσματα;
- Ναι!
- Ωραία ετοιμάσου να ανέβεις στα πόδια μου για να σε σπρώξω μέσα στη ντουλάπα.
...
- Έλα λίγο ακόμη έμεινε. Βάλε δύναμη. Σπρώχνω. Τέλεια! Καληνύχτα αδερφέ μου, θα τα πούμε αύριο το πρωί.
- Καληνύχτα. Εεε Τίφανι...
- Πες μου...
- Σε αγαπώ.
- Κι εγώ Τζόνσον, κι εγώ.

Τότε αφότου το αγόρι κρύφτηκε ξανά στη ντουλάπα και μόλις το κορίτσι ξάπλωσε παριστάνοντας τη κοιμισμένη, εισήλθε στο χώρο του δωματίου ο μελαμψός - μοχθηρός άνδρας.
- Τίφανι...
Η νεαρή κοπέλα παρίστανε πως κοιμάται.
- Με ακούς;

Το επόμενο πρωί, ο ήλιος ξύπνησε τη Τίφανι. Μέχρι να συνειδητοποιήσει το που βρίσκεται χασμουριόνταν μανιακά, καθότι είχε απολαύσει λιγότερο από έναν μονόωρο ύπνο. Έτρεξε γρήγορα και κατέβηκε τη σκάλα που οδηγεί το κορίτσι από το δυο - όροφο κρεβάτι στο πάτωμα. Άνοιξε τη ντουλάπα και καλημέρισε τον αδέρφό της. Εκείνος ταλαιπωρημένος ανταποκρίθηκε με ένα άκρως κοιμισμένο «καλημέρα».
- Τζόνσον, ετοιμάσου. Φεύγουμε.
- Δηλαδή, που πάμε;
- Πίσω στο σπίτι φυσικά.
- Δε νομίζω πως μπορούμε. Βρισκόμαστε σε ενα αρκετά απομονωμένο από κάθε άλλο σπίτι το οποίο είναι θαμμένο μέσα στα δέντρα.
- Δε πειράζει. Θα το σκάσουμε κρυφά και θα περπατήσουμε ως το σπίτι. Μέχρι να βγούμε σε κάποιο δρόμο
- Δε θα τα καταφέρεις Τίφανι.
- Θα το δούμε αυτό!
- Πίσω σου, στον τοίχο, υπάρχει μια σημείωση γραμμένη από αίμα.
- Που; απόρησε η κοπέλα, ώσπου αντίκρισε μια σημείωση σχεδόν ξεθωριασμένη, η οποία έγραφε...

Ο Εφιάλτης στο ΤούνελWhere stories live. Discover now