5.

25 2 0
                                    

Τα δύο αδέλφια με το που άκουσαν τον ήχο των κλειδιών έτρεξαν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν με κατεύθυνση προς το δωμάτιο. Ο Τζόνσον σκαρφάλωσε και μπήκε στη ντουλάπα, ενώ το κορίτσι στεκόταν ακίνητο επάνω στο κρεβάτι. Κάποια στιγμή, ο άνδρας εισήλθε για μια ακόμη φορά στο δωμάτιο.
- Πήρα λίγα βουτήματα και λίγα κουλουράκια από το φούρνο. Θα ήθελες μερικά;
Το κορίτσι δίχως δεύτερη σκέψη απάντησε με έναν αλλιώτικο, καθώς και απότομο τρόπο:
- Με τίποτα!
Τα δυο πρόσωπα κοιτάχτηκαν περίεργα. Πέντε δευτερόλεπτα, περίπου, αργότερα, η νεαρή κοπέλα συμπλήρωσε:
- Δηλαδή όχι, ευχαριστώ!
Τότε ο άνδρας εγκατέλειψε το χώρο του δωματίου χαμογελώντας. Έπειτα, το κορίτσι ψιθυρίζοντας, είπε στον αδερφό της:
- Τζόνσον, εντάξει έφυγε!
Τότε το αγόρι, έβγαλε το κεφάλι του από τη ντουλάπα και σταδιακά άρχισε να κατεβαίνει. Κάποια στιγμή, η Τίφανι, παρατήρησε ένα μισάνοιχτο παράθυρο και κάνοντας νόημα στον αδερφό της, κατέβηκε από το διώροφο κρεβάτι. Τα παιδιά, πλησίασαν το παράθυρο. Η νεαρή κοπέλα, έβγαλε το κεφάλι της έξω ώστε να παρατηρήσει τι βρίσκεται από κάτω. Δυστυχώς το κορίτσι δε μπορούσε να αποχωρήσει από την τεράστια έπαυλη, καθότι αν πηδούσε από το παραθύρι του δωματίου εκείνου, θα τραυματίζονταν σοβαρά.

Η ώρα είχε πάει δώδεκα τα μεσάνοιχτα. Ο αλλοπρόσαλλος άνδρας κοιμόταν, σε αντίθεση με τα δυο άτυχα αδέλφια. Κάποια στιγμή η Τίφανι είπε:
- Νομίζω είναι η ώρα για να αποδράσουμε.
- Πως θα το κάνουμε;
- Πρέπει να πάμε μέσα, να ψάξουμε για τα κλειδιά.
- Είναι πολύ ριψοκίνδυνο.
- Αγαπημένε μου αδερφέ Τζόνσον, στη ζωή πρέπει να μάθεις να ρισκάρεις, αλλιώς θα ζεις στην απόλυτη μιζέρια και μονοτονία.
- Είσαι σίγουρη πως πρέπει να γίνει;
- Είμαι βέβαιη!
- Εντάξει.
- Ωραία! Κρύψου στη ντουλάπα. Εγώ θα πάω μέσα να βρω τα κλειδιά. Εντάξει;
- Ναι.
Αυτά είπε το κορίτσι και με ελαφριά βηματάκια κατευθύνθηκε προς το σαλόνι με σκοπό την εύρεση του κλειδιού. Κοίταξε στα ράφια, μα πέρα από τόνους σκόνης τίποτε άλλο δεν υπήρχε. Τα συρτάρια αδειανά, όπως και τα ντουλάπια. Αργότερα, επισκέφτηκε το χώρο της κουζίνας. Ένα εντελώς σκιερό και αποπνικτικό - γκρίζο μέρος, που όψη φυλακής είχε. Κάποια στιγμή το κορίτσι, αφότου άνοιξε όλα τα ντουλάπια και τα συρτάρια, εντόπισε ένα κλειδί στο πάνω μέρος του ψυγείου. Έκανε να το φτάσει μα δε τα κατάφερε. Ξανά προσπάθησε, μα δε μπόρεσε. Ύστερα από πολλαπλές απόπειρες, κατάφερε με την άκρη του δείκτη της να το ακουμπήσει. Στεκόταν στις μύτες των ποδιών της. Ένιωθε το χέρι της, να ξεβιδώνεται. Ξαφνικά τα κλειδιά έπεσαν κάτω και έκαναν έναν αρκετά δυνατό ήχο. Το κορίτσι σοκαρισμένο, ακίνητο στεκόταν. Δεν ήξερε τι έπρεπε να κάνει. Ξαφνικά, άκουσε τον μεσήλικα άνδρα από τη σκάλα να κατεβαίνει. Το κορίτσι, έτρεξε και κρύφτηκε κάτω από το τραπέζι. Η καρδιά της μανιακά χτυπούσε. Ξαφνικά, ο άνδρας έφτασε στο χώρο της κουζίνας.
- Είναι κανείς εκεί; Ποιος είναι;
Περίεργο, σκέφτηκε η κοπέλα. Ενώ τα φώτα ανοιχτά ήταν, ο άνδρας αναρωτιόταν αν υπήρχε κάποιος εκεί.

Ο Εφιάλτης στο ΤούνελWhere stories live. Discover now