8.

21 2 0
                                    

Τα παιδιά άρχισαν να τρέχουν, έψαχναν το κλειδί. Σε ένα τούνελ χαοτικό και αποπνικτικό το μονο που μπορείς με άνεση και ευκολία να κάνεις είναι να βάλεις τα κλάματα. Όμως, τα παιδιά δεν υπέκυψαν κατά αυτόν τον εύκολο τρόπο. Συνέχισαν να ψάχνουν και να ψάχνουν, όμως τίποτε. Δε βρισκόταν τίποτε εκεί κάτω, παρά μόνο μια δυσοσμία η οποία διατάραζε τα ρουθούνια των δύσμοιρων παιδιών όλο και περισσότερο.

Η ρωγμή, άρχιζε να μεγαλώνει και να μεγαλώνει με τις μέρες. Ώσπου, άρχιζε να στάζει νερό. Ήταν μεσάνυχτα. Το κορίτσι, ενώ κοιμόταν ενοχλήθηκε από μια σταγόνα. Ξύπνησε να δει τι συνέβαινε και αντίκρισε από τη τεράστια ρωγμή αρκετές σταγόνες νερού να δραπετεύουν. Τότε σκούντηξε τον αδερφό της:
- Τζόνσον.
....
- Τζόνσον. Σήκω!
- Τι έγινε;
- Κοιτα ψηλά.
- Τι;
- Μα δε βλέπεις; Η ρωγμή εχει μεγαλώσει και στάζει νερό.
- Και τι πειράζει;
- Αχ Τζόνσον. Δεν αντέχω άλλο. Θέλω να πεθάνω.
- Όχι! Όχι Τίφανι, φώναξε τρομαγμένο το μικρό παιδί.
- Ναι. Δεν μας αξίζει αυτή η ζωή. Προτιμώ να με φάνε οι σφυροκέφαλοι παρά να ζω εδώ, σε αυτό το άθλιο μέρος.
- Δε θα σε αφήσω μόνη σου.
- Για ποσό ακόμα θα παριστάνουμε, πως το λασπωμένο ρύζι με το σάπιο καλαμπόκι είναι γευστικό; Πως κοιμόμαστε σα στο σπίτι μας; Πως είμαστε «εντάξει» και δε μας λείπει η μαμά και ο μπαμπάς;
Το αγόρι δεν ήξερε τι να απαντήσει. Ήξερε πως και το φαγητό ήταν απαίσιο και το προσωρινό μέρος κατοικίας του αλλά ήξερε πως καταβαθος του λείπουν αφάνταστα οι γονείς του.

Κάποια στιγμή, ενώ η ώρα σήμανε πέντε το ξημέρωμα, ο άνδρας κατέβηκε στο τούνελ. Το κορίτσι ελαφρώς τρομαγμένο παρίστανε τη κοιμισμένη, με αποτέλεσμα να δει τι συνέβαινε. Τότε αυτό που είδε, ήταν τουλάχιστον φρικιαστικό. Ο αλλοπρόσαλλος άνδρας, είχε πάρει ένα σφυρί και με λεπτές - απαλές κινήσεις και μιλώντας στο τηλέφωνο, δημιουργούσε ρωγμές στο τζαμί που διαχώριζε το έδαφος του τούνελ με τους σφυροκέφαλους φίλους του:
- Ναι εντάξει. Σε δέκα μέρες θα είναι νεκροί.
Τότε, το κορίτσι αντιδρώντας με ένα επιφώνημα, τύπου αυτών που αναπνέουμε απότομα, ταράχτηκε ιδιαιτέρως. Προσπαθούσε να αντιληφθεί γιατί θα μπορούσε κάποιος να θέλει να τραυματίσει να προκαλέσει πόνο και κακό σε δυο εντελώς αθώα και γεμάτα παιδικότητα ανθρωπάκια. Όμως, άρχιζε να υποψιάζεται πως ο άνδρας είχε άλλου είδους προθέσεις. Πολύ πιο σκοτεινές και πολύ πιο υποχθόνιες από ότι χώραγε ο νους της εντεκάχρονης Τίφανι. Πράγματι, το επιβεβαίωσε, όταν άκουσε τον άνδρα στο τηλέφωνο να μιλάει και να λέει...

Ο Εφιάλτης στο ΤούνελWhere stories live. Discover now