9.

22 2 0
                                    

- Σε είκοσι μέρες θα έχουμε τα όργανά τους στην αγορά.
Τότε το κορίτσι πανικοβλήθηκε. Μόλις, έφυγε ο ψυχοπαθής, πλέον προς όλους, δολοφόνος ξύπνησε τον αδερφό της.
- Ξύπνα!
- Τι έγινε;
- Τον άκουσα να λέει ότι θα μας πουλήσει τα όργανα.
- Δηλαδή πως θα τα πουλήσει;
- Θα μας σκοτώσει Τζόνσον! Θα μας σκοτώσει !
Το αγόρι πέρα από το «σκοτώσει», δε μπορούσε να καταλάβει τίποτε άλλο. Είχε βρεθεί στη δίκη του παιδική αδιέξοδο. Δεν ήξερε πως έπρεπε να διαχειριστεί την όλη κατάσταση άγχους που ένιωθε εκείνη τη στιγμή. Ξαφνικά, τα παιδιά, ένιωσαν κάποιες σταγόνες να πέφτουν πάνω τους. Τότε, κατάλαβαν πως τους απόμεναν, ακόμα λιγότερες μέρες. Σκαρφάλωσαν τη σκάλα, και προσπάθησαν να ανοίξουν τη καταπακτή που οδηγούσε προς την έξοδο. Ξαφνικά, εντελώς απροειδοποίητα, άκουσαν τη καταπακτή να ανοίγει. Τότε, αντίκρισαν τον ψυχοπαθή άνδρα - δολοφόνο.
- Τι κάνετε εσείς εδώ; Τέτοια ώρα;
- Ψάχναμε για το κλειδί! Απάντησε το μικρό αγόρι.
- Ψάχνατε για το κλειδί;
- Ναι, απάντησε το κορίτσι.
- Τώρα θα σας δείξω εγώ. Να μάθετε να ψάχνετε για το κλειδί.
Τότε ο άνδρας έβγαλε από τη τσέπη του ένα μαχαίρι αρκετά αιχμηρό για να σπείρει το πανικό. Κάρφωσε με την άκρη του μαχαιριού τη σπλήνα του μικρού αγοριού. Το αγόρι ούρλιαζε από το πόνο, η αδερφή του τσίριζε από το φόβο. Δε μπορούσε να διαχειριστεί το τόσο αίμα. Το αγόρι έχανε τις αισθήσεις του...
- Τι του έκανες;
- Αυτό που του άξιζε.
Τότε το κορίτσι πήγε να το αρπάξει το μαχαίρι.
- Άκου να δεις μικρή μου, εμένα δε με ξεγελάνε δυο βρωμόπαιδα σαν εσένα. Βρες το κλειδί για να σωθείς.
Η καταπακτή έκλεισε. Το αγόρι είχε πάψει πλέον να φωνάζει. Η μικρή Τίφανι, χάζευε τη πληγή ξέροντας πως δεν μπορούσε να τη κλείσει, ξέροντας πως δε μπορεί να του επαναφέρει τη ζωή. Το αγόρι είχε ολοκληρωτικά σωπάσει. Το κορίτσι, αγκαλιάζοντάς τον, έκλαιγε.
- Εγώ φταίω. Εγώ. Αν δεν είχαμε βγει να παίξουμε, τώρα τίποτε δε θα είχε συμβεί. Αδερφέ μου συγγνώμη! Φώναζε, φώναζε, μα κανείς δεν την άκουγε. Το μόνο που πραγματικά επιθυμούσε εκείνη τη στιγμή, ήταν να πάει να συναντήσει το μικρό της αδερφό. Το μυαλό της είχε θολώσει. Δεν μπορούσε να σκεφτεί καθαρά. Αγκάλιασε τον αδερφό της και συνέχιζε να κλαίει μετανιωμένη και γεμάτη ενοχές για το απόλυτο τίποτα που σταδιακά την έτρωγε αλλά και την εξολόθρευε.

Ο Εφιάλτης στο ΤούνελWhere stories live. Discover now