Απόγνωση

182 3 1
                                    

Δεν είχε ακούσει καλά... Όχι... Δεν μπορεί να συνέβαινε αυτό... Κάτι άλλο κρυβόταν από πίσω... Δεν μπορούσε να το πιστέψει. Και όμως, βαθιά μέσα της ήξερε ότι ο Μανώλης της έλεγε την αλήθεια. Εκείνη επέμενε να αγνοεί τα σημάδια.

Είχε παγώσει, εσωτερικά και εξωτερικά. Δεν μπορούσε να κουνήσει τα μέλη της. Η καρδιά της είχε ματώσει και πονούσε αφόρητα, μ' έναν πόνο που της τρανταζε τα σωθικά. Τη στιγμή που άκουσε τη ζοφερή αλήθεια κάτι πέθανε μέσα της. Η ψυχή της νέκρωσε. Τα πνευμόνια της θαρρείς και έσπασαν με κρότο και ξαφνικά δεν μπορούσε να πάρει ανάσα. Δεν έβγαινε φωνή από τα χείλη της. Ένιωσε να γυρίζουν όλα γύρω της. Ξαφνικά οι αναπνοές της έγιναν γοργες και κόφτες. Τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα. Κάθε πνοή έβγαινε από μέσα της όλο και πιο αδύναμη.

Ο Μανώλης τρομοκρατημένος την πλησίασε αλλά εκείνη του ενευσε να μην την πλησιάσει και να καθήσει στη θέση του. Δεν ήθελε κανέναν κοντά της εκείνη τη στιγμή. Εκείνος την κοίταξε. Βαριανασαινε και η έκφραση του πόνου και του σόκ ήταν πιότερο και από εμφανής στα αλλοιωμένα χαρακτηριστικά του προσώπου της. Συνειδητοποίησε πόσο την κλόνισε η αποκάλυψη αυτή όταν την άκουσε να του λέει:

"Φύγε και μην πείς κουβέντα στον Νικηφόρο."

Κατάλαβε ότι τον πίστεψε αλλά τώρα φοβόταν την αντίδραση της μετά. Τι θα έκανε; Πώς θα το διαχειριζόταν; Ήταν ερωτευμένη με τον Μαθιό το δίχως άλλο και τώρα μάθαινε ότι ήταν ο φονιάς του άνδρα της. Τι τίμημα θα πλήρωνε εκείνος, άραγε, για την τσακισμένη ψυχή της ερωτευμένης Βασιλικής; Αυτά σκεφτόταν, μα δεν είπε πράμα. Προχώρησε προς την πόρτα, την άνοιξε και την έκλεισε πίσω του όσο πιο αθόρυβα μπορούσε, αφήνοντας την ακίνητη σαν μάρμαρο και πληγωμένη σαν πουλί στο χώμα.

Ψέματα, ψέματα, όλα ψέματα, όλοι ψέματα, ακόμη και εκείνος. Τον είχε αγαπήσει πιο πολύ και απ' τη ζωή της και εκείνος την διέλυσε. Την κατέστρεψε. Κατέστρεψε την οικογένεια της, το παιδί της, και την εκείνη την ίδια, που τόσο αγαπούσε καθώς έλεγε. Ψέματα και πάλι ψέματα. Είχε αγαπήσει έναν ψεύτη φονιά, έναν δειλό εκβιαστη. Κόντευε να χάσει το μυαλό της. Τα λόγια του Μανώλη έρχονταν ξανά και ξανά στο αυτιά της, όλο και πιο δυνατά κάθε φορά, μέχρις που ένιωσε ότι θα της σαλευε ο νους. Πετάχτηκε απ' την καρέκλα και κάλυψε με τα χέρια της τ αυτιά της. Δεν άντεχε, η αλήθεια ήταν πολύ κοφτερή, σαν λεπίδα που της ξέσκιζε την ψυχή. Μάτωνε και δεν βασταζε, πια. Ρυάκια άρχισαν να κυλούν απ' τα μάτια της. Τα πόδια της δεν την κρατούσαν, είχε σπάσει και είχαν χαθεί και οι τελευταίες αντοχές της. Όλη η ζωή της ένα ψέμα. Πρώτα ο γάμος της, τώρα ο έρωτας της. Ένα "γιατί;" την έπνιγε. Η ζωή της και η οικογένεια της καταστράφηκε. Ο Νικηφόρος θα τον σκότωνε το δίχως άλλο και τότε η ύπαρξη της δεν θα είχε κανένα νόημα. Ίσως αν έφευγε πρώτη εκείνη να γλίτωναν οι υπόλοιποι. Πρωτα όμως θα έκλεινε τους λογαριασμούς της μαζί του. Την πίκρα που της έδωσε θα του την γυρνούσε πίσω...

Μαθιός - Βασιλική:  Μετά την καταιγίδαWhere stories live. Discover now