Τον εθωρουσε απέναντι της, να την κοιτα με μάτια γιομάτα φλόγες. Ποια σφαίρα άραγε θα τον έβρισκε πρώτη; Δεν μπορούσε ούτε καν να κλάψει. Είχαν στερέψει πια τα δάκρυα της, τόσα που είχε χύσει, μέρες, μήνες, χρόνια ολόκληρα. Όλα τα χτυπήματα της μοίρας, τα δέχτηκε με όση πιοτερη καρτερικότητα ημπορουσε. Τώρα, όμως, σε αυτή την τελευταία στροφή, παρέδωσε. Οι αντοχές την εγκατέλειψαν. Άρχισε να τρέμει ολόκληρη, δεν ήξερε γιατί. Μόνο κρύο δεν έκανε. Το αντίθετο μάλιστα, ο καιρός ήταν λαμπερός, σε πλήρη αντίθεση με την παγωμένη της ψυχή.
Το τρέμουλο είχε φτάσει τώρα στα άκρα της. Τα πόδια της δεν την κρατούσαν και τα χέρια της δεν βαστούσαν. Επιστράτευσε όση δύναμη της είχε απομείνει, για να τελειώσει αυτό που είχε αρχίσει. Δεν ήταν γραφτό, όμως. Μέσα σε δευτερόλεπτα ένα μυρμηγκιασμα την εζωσε και ένα κύμα ζάλης την κατέκλυσε. Ακολούθησε μια ριπή ναυτίας και τότε ήταν που οι αντοχές της την εγκατέλειψαν ολοκληρωτικά. Το χέρι της, που κρατούσε το όπλο, μετακινήθηκε στο στομάχι της, σε μια προσπάθεια να αντέξει την ξαφνική αδιαθεσία. Η ανάσα της είχε γίνει βαριά και η καρδιά της βροντοχτυπουσε, θαρρείς και θα έβγαινε από το στήθος της. Ήταν θέμα στιγμών να καταλήξει στο έδαφος. Προσπάθησε να βρει κάτι να κρατηθεί, μα ήταν αργά. Όλα σκοτείνιασαν γύρω της και το τελευταίο που ένιωσε ήταν να χάνει τον έλεγχο των αισθήσεων της και να βυθίζεται σε λήθαργο.
........................................................................
Την εθωρουσε απέναντι του, να τον σημαδεύει με το περίστροφο. Έπρεπε να βιαστεί. Έβαλε το δάχτυλό του στη σκανδάλη και πήρε μια βαθιά ανάσα, για να αντέξει το επερχόμενο τέλος. Ανοιγοκλεισε για τελευταία φορά τα μάτια του. Ήθελε να δει για στερνή φορά αυτή την ύπαρξη απέναντι του, αυτή τη γυναίκα, που έμελε να καθορίσει τη ζωή του για πάντα.
Νόμιζε πως θα την έβλεπε να στέκει ακίνητη, ακλόνητη απέναντι του, με το όπλο στο χέρι, μα αντ αυτού την είδε να τρέμει συγκορμη, σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να ασκήσει έστω και ελάχιστο έλεγχο στις κινήσεις της. Το χέρι της, που πριν λίγο τον σημάδευε, βρισκόταν τώρα στο ύψος της κοιλιάς της και εκείνη δεν μπορούσε να πάρει ανάσα. Τα μάτια της είχαν ανοίξει διάπλατα και το στήθος της ανεβοκατεβαινε, ζητώντας ανάσες που δεν έρχονταν. Την είδε να πισωπαταει. Πέταξε το πιστόλι απ' το χέρι του και την πλησίασε τη στιγμή που έχανε ολότελα τις αισθήσεις της, για να προσγειωθεί στην αγκαλιά που της άνοιξε.
Πέρασε το ένα του μπράτσο στη μέση της και το άλλο στις κλειδώσεις των ποδιών της, σηκώνοντας την αγκαλιά. Ήταν κατωχρη και εντελώς ακίνητη.
"Βασιλική, μίλα μου!!!", ξεφωνισε. "Αγάπη μου, σε παρακαλώ απάντησε μου!! Μ ακούς;;; Βοήθειαααα!!!!", ούρλιαξε μα κανείς δεν τον άκουσε. Ήταν στην απόλυτη ερημιά, ψυχή δεν φαινόταν.
Την απωθεσε στο έδαφος και της χάιδευε το πρόσωπο, ζητώντας απελπισμένα μία λέξη ή μία ματιά της. Τίποτα από τα δύο δεν πήρε. Όχι, δεν μπορούσε να τη χάσει έτσι. Κάλλιο να πέθαινε.
"Βοήθειαααα", αναφώνησε και η γεμάτη αγωνία φωνή του κύκλωσε την πεδιάδα και έφτασε ξανά στο αυτιά του σαν ηχώ....
YOU ARE READING
Μαθιός - Βασιλική: Μετά την καταιγίδα
RomanceΗ αποκάλυψη του φονιά του Στεφανή οδηγεί την Βασιλική και τον Νικηφόρο στα άκρα, με ολέθρια αποτελέσματα...