Έφυγε από το σπίτι της με την αγριότητα να κυριαρχεί στο πρόσωπο του. Μπήκε στο αμάξι του και ξεκίνησε με μεγάλη ταχύτητα. Κατευθύνθηκε στο βουνό, όπου βρισκόταν το καταφύγιο του, κάθε που αισθανόταν να πνίγεται. Ανεβαίνοντας, έπαιρνε τις στροφές με όσο μεγαλύτερη ταχύτητα μπορούσε, παρακαλώντας να χάσει τον έλεγχο και να βρεθεί στο γκρεμό. Μα η μοίρα δεν του έκανε τη χάρη.
Έφτασε στον προορισμό του, στην ψηλότερη κορυφή, μέσα σε ελάχιστα λεπτά. Βγήκε από το αυτοκίνητο του και προχώρησε στην άκρη της χαράδρας. Έβγαλε μια κραυγή πόνου, σαν πληγωμένο ζώο, που αντηχησε στις γύρω βουνοκορφές. Η ζωή του δεν είχε κανένα νόημα πια. Εκεί ήταν η θέση του, στην απομόνωση του δάσους, μακριά από όλους και όλα. Η δική του φυλακή.
Ελάχιστα πιο πέρα ήταν το οίκημα της γιαγιάς του, της μάνα του πατέρα του. Αυτό θα γινόταν το σπίτι του από δω και πέρα. Εδώ θα περνούσε το υπόλοιπο της δυστυχισμένης ύπαρξης του. Είχε καταστρέψει ο τι είχε αγαπήσει. Ένιωθε σαν το χειρότερο προδότη. Τέτοιος ήταν! Ένας δειλός. Είχε υποκύψει στον χειρότερο εκβιασμό και τώρα μετρούσε πληγές και διαλυμένες ζωές. Δάκρυα αναβλυσαν από τα μάτια του. Θυμήθηκε πως σ' όλη του τη ζωή, μόνο μπροστά σε έναν άνθρωπο είχε κλάψει. Μόνο ένα άτομο είχε αφήσει να μπει στην ψυχή του και να κοιτάξει μέσα απ' τις σκοτεινές χαραμάδες του, την μαύρη του καρδιά. Και αυτόν τον ίδιο άνθρωπο, μόλις πριν λίγο, τον πέταξε έξω απ' τη ζωή του, με έναν τρόπο που προκαλούσε αποστροφή.
Γονάτισε και άφησε το μένος, την πίκρα, και την οργή να τον καταλάβουν. Ούτε και ήξερε πόση ώρα έμεινε εκεί. Κάποια στιγμή ένιωσε τις πρώτες ψιχαλες στο πρόσωπο του. Μέσα σε ελάχιστο χρόνο, άνοιξαν οι ουρανοί και η καταιγίδα λυσσομανουσε, μαστιγωνοντας τον. Έμεινε εκεί, ακίνητος. Όλες οι βροχές του κόσμου, δεν έφταναν για να ξεπλύνει τις αμαρτίες του.
Έκλεισε σφιχτά τα μάτια του και όταν τα άνοιξε ξανά την είδε μπροστά του! Ήταν το πιο όμορφο πλάσμα που είχε αντικρίσει στη ζωή του! Του χαμογελούσε, πιο ευτυχισμένη από ποτέ. Η βροχή είχε δώσει την θέση της στο πιο ζεστό ήλιο, που είχε νιώσει ποτέ. Γονάτισε και έπιασε με τα χέρια της το πρόσωπο του. Του χάιδεψε τις ξανθές του μπούκλες και τον φίλησε τρυφερά στο μέτωπο. Έκλεισε το κεφάλι του στα στήθη της, έτσι που να μπορεί να ακούει την καρδιά της.
"Ακούς; Για σένα χτυπά. Μόνο για σένα, πάντα για σένα!", του είπε.
Μετακίνησε το κεφάλι του προς τα πάνω και την κοίταξε ίσα στα μάτια.
"Σ αγαπάω, μ ακούς;;; Όλα τα άλλα ήταν ψέματα. Τίποτα δεν εννοούσα απ' όσα είπα. Είσαι η ζωή μου, το φως μου, ο λόγος που υπάρχω και αναπνέω."
Εκείνη του χαμογέλασε ξανά και τον φίλησε τρυφερά στα μάτια και στα χείλη. Του σκούπισε τα δάκρυα από τα μάγουλα και έπιασε με τα χέρια της τα δικά του. Για μία στιγμή νόμιζε ότι θα τον έκλεινε ξανά στην αγκαλιά της, μα εκείνη σηκώθηκε και με τα μάτια της κολλημένα στα δικά του ξεκίνησε να περπατάει προς τα πίσω...
"Όχι", φώναξε, "όχι, μείνε, δεν έχω πνοή μακριά σου, μην φεύγεις, δεν θα το αντέξω, γύρνα πίσω, σ αγαπάω!!!"
Η εικονα της ξεμακρενε όλο και πιο πολύ... Αξαφνα βρέθηκε και πάλι μέσα στην καταιγίδα. Είχε πέσει πάνω στο υγρό χώμα και ούρλιαζε.
"Μαθιό, τι έπαθες;; Μίλα μου, τι συμβαίνει;;", μία γνώριμη, ανήσυχη φωνή τον καλούσε, μα εκείνος έψαχνε ακόμα τη μορφή της. Δεν μπορεί... πριν λίγο ήταν εκεί δίπλα του και τον χάιδευε, τον φιλούσε. Που ήταν τώρα;;;
"Σ αγαπάω, αυτή είναι η μόνη αλήθεια. Αν φύγεις, πάρε τη ζωή μου, γιατί χωρίς εσένα δεν τη θέλω, μ ακούς;;"
........................................................................
Τον έψαχνε και τον είχε τελικά βρει. Εκεί μέσα στην καταιγίδα, πεσμένο στο έδαφος να παραληρεί. Ψηνόταν στον πυρετό και ούρλιαζε προς μια κατεύθυνση, φωνάζοντας μια γυναίκα που δεν υπήρχε. Δεν είχε ποτέ ξανά δει έτσι τον αδελφό του... Τρόμαξε απ' αυτό που αντίκρισε. Σερνόταν και έμοιαζε να κυνηγάει μια σκιά. Είχε φτάσει στην άκρη του γκρεμού, χωρίς να το καταλάβει, ουρλιάζοντας εκτός εαυτού. Τον βούτηξε απ' τα χέρια και με κόπο τον τράβηξε προς το σπίτι. Ήταν σαν αγριεμενο ζώο, θωρουσε φαντάσματα και μιλούσε μαζί τους. Έκλεισε τα χέρια του γύρω από την μέση του και επιστρατεύοντας όλη του την δύναμη, τον έσυρε προς το σπίτι. Άνοιξε με κόπο την μισό χαλασμένη πόρτα και τον απωθεσε στο πάτωμα. Τώρα εβηχε και έκλαιγε σαν μικρό παιδί. Είχε κουλουριαστει σε εμβρυακή στάση.
"Ποτέ δεν αγάπησα καμία άλλη. Ποτέ δεν υπήρξε άλλη από σένα, Βασιλική, στ ορκίζομαι!!"
Δεν είχε ακούσει καλά... Δεν μπορεί να εννοούσε... Όχι δεν ήταν δυνατόν! Δεν μπορούσε να συμβαίνει αυτό! Έσκυψε από πάνω του και του βούτηξε το κεφάλι.
"Τι είπες τώρα;; Ποια Βασιλική;; Μίλα μου!!". Είχε ταραχθεί πολύ. Έπρεπε, όμως, να πάρει κάποιες απαντήσεις.
"Για εκείνη μόνο γεννήθηκα! Δικό της είναι, στον κόσμο, το κορμί μου...", ήταν τα μόνα του λόγια πριν βυθιστεί στο σκοτάδι...
ESTÁS LEYENDO
Μαθιός - Βασιλική: Η αποκάλυψη
RomanceΗ στιγμή, που ο φονιάς του Στεφανή αποκαλύπτεται, έφτασε και η αντίδρασή της Βασιλικής μόνο αναμενόμενη δεν θα είναι!!