Ο Ποντικός

220 8 0
                                    

Όσο η Ελένη άλλαζε εξιστωρουσε στην μεσαία αδερφή της τι είχε γίνει πριν λίγες ώρες στην ρεματιά. Ήταν φορές που δεν αντεχε, έκανες μεγάλες παυσεις προσπαθώντας να ηρεμήσεις την αντάρα μέσα της. Η Ασημίνα από την άλλη δεν μπορουσε να πιστέψει τίποτα από όλα όσα της έλεγε. Νόμιζε πως είχε βγει από κάποιο παραμυθι αλλά αυτό ήταν ο έρωτας τους, ένα παραμυθι με τους κακους δράκους, τις πριγκίπισσες και τους πριγκιπες της. Όταν τελείωσε η Ελένη να μιλάει φορώντας ποια το φόρεμα της ενώ είχε πιασει μια κοτσίδα τα μαλλιά της για να μην φαίνονται πως είναι βρεγμένα γυρισε και την κοιτάμε στα μάτια, χωρίς ντροπή. Αν και βουρκωμένα συγκρατουσε καλά ακόμη τον εαυτό της, η Ασημίνα από την άλλη έκανε κάτι αναπάντεχο. Την τράβηξε από μια θηλιά που είχε το φόρεμα της για να περνάει η ασορτί ζώνη,με τόση δύναμη που παραλίγο να το σκίσει, την έκλεισε στην αγκαλιά της. Την κράτησε προστατευτικα, ευλαβικά σαν να έγινε εκείνη η μάνα της για λίγες στιγμές. Ο πατέρας τους μπήκε στο σπίτι κάνοντας τα κορίτσια να τραβηχτουν από την αγκαλιά τους. Της περασε κάποιες τουφες των μαλλιών της πισω απο τα αυτιά της και εγυρε να της ψυθηρισει. "Εγώ είμαι εδώ κορίτσι μου και θα σε βοηθήσω όπως μπορώ, θα είμαι δίπλα σας ότι και εάν διαλέξεις". Η Ελένη την φίλησε στο κεφάλι και βγήκαν μαζί από την καμαρη για να μιλήσουν με τον πατέρα τους.

Ο Λάμπρος δεν ήξερε τι να κάνει, δεν ήθελε να πάει σπίτι του, είχε παρει απόφαση πως θα την έκλεβε χωρίς να το παρει χαμπαρι κανείς. Έμεινε για λίγο στον βράχο τους, σηκώθηκε αργά μάζεψε το σαλι της και το έβαλε μέσα στην τσάντα του. Άκουσε βήματα να τον πλησιαζουν και κρύφτηκε πίσω απο τους ποιο κοντινούς θάμνους. Δεν μπορουσε να διακρίνει ακόμη ποιος ήταν εκεί, άκουσε το όνομα του και χαμογέλασε άχνα
-Γιάννο
Βγήκε από την κρυψώνα και έτρεξε προς την μεριά του μικρού αδερφου του, επεσε στην αγκαλιά βρεχοντας τον ελάχιστα με τα μουσκεμενα ρουχα του.
-Τι κάνεις εσύ εδώ;
-Είπα μιας και δεν θα έρθεις από το σπίτι να σου φέρω λίγα πράγματα. Ο Γιάννος εμφάνισε την μεγάλη τσάντα που κρατούσε από πισω του στον αδερφό του. Μέσα είχε μια αλαξια ρουχα του Λάμπρου και μια κουβέρτα που αν και μικρή θα κατάφερνε να τον ζεστάνει για λίγες ώρες.
-Μόνο μαξιλάρι που δεν μου έφερες βρε Γιάννο
-Καλά καλά κορόιδευε αλλά εσυ είσαι χάλια. Πως κατάντησες έτσι;
-Αχχ βρε αδερφέ μου μεγάλη ιστορία.
-Και λοιπόν; ώρες έχουμε, πήγαινε πίσω απο τους θάμνους σου να αλλάξεις και περιμένω να ακούσω την ιστορία με τον πρίγκιπα και την πριγκίπισσα του παραμυθιού.
Ο Λάμπρος μερικές στιγμές μετά με τα καινούργια του ρουχα έλεγε ότι συνέβει με την Ελένη αυτή την λίγη ώρα, χωρίς να του κρύψει τίποτα. Όταν τελείωσε κ Γιάννος σηκώθηκε απότομα και έκανε να φύγει
-Ε Γιάννο που πας;
-Σήκω να πας στην νεράιδα σου και γρήγορα όπου να ναι νυχτώνει θα παει ο Ζάχος
-Και εσυ;
-Εγώ θα σου πω αργότερα, αντε τι με κοιτάς κουνήσου.
Ο Λάμπρος μάζεψε ότι πραγματα είχε φέρει στην τσάντα του και την τσάντα με την κουβέρτα του Γιάννου πηγαίνοντας τα στην ποιο κοντινή σπηλιά που θα μπορούσε να βρει. Κατά καιρούς την είχε επισκεφτεί όταν ήταν με την Λενιώ του ποιο μικροί, ήθελαν να βρίσκονται κάπου που δεν θα τους έβλεπε κάνεις. Τότε η ρεματιά ήταν αρκετά συχνό μέρος επίσκεψης οπότε η σπηλιά αποδείχτηκε σωτήρια για τους ίδιους.
Περπάτησε όσο ποιο γρήγορα μπορουσε προς το σπίτι της, προσπαθώντας να κρυβεται απο γωνία σε γωνία για να μην το δει κανείς ενώ ήθελε να προλαβει να φτάσει πριν την άφιξη των βραδινων καλεσμένων της. Δεν τα κατάφερε, μόλις έφτασε κάτω από τις λευκες του Γιώργη είδε τον Ζάχο να μπαίνει και εκείνος με την σειρά του στο σπίτι του Σταμιρη, αφου πρωτα είχε προηγηθεί η Κυρα Μάρω. Απογοητευμένος έκανε να γυρίσει στην ρεματιά τους, ενω το μόνο που σκεφτόταν είναι να την κοιτάξει για λίγες στιγμές, να την κρατήσει στην αγκαλιά του για λίγα δευτερόλεπτα αλλά σε λίγες ώρες δεν θα είχε αυτό το δικαίωμα, ήξερε πλεον πως δεν έφταιγε σε τίποτα. Ήθελε μονάχα να την χορτάσει στα χέρια του, ακόμη και εάν το πράγμα που θα έκανε θα ήταν να την κρατάει στην αγκαλιά του.
-Λάμπρο
Έκπληκτος κοίταξε προς το παραθυρο της Λενιώς του, περιμενενα δει την μορφή της μα η φωνή έβγαινε από άλλο στόμα.
-Ασημίνα; Τι κάνεις εκεί;
-Σας βοηθάω χαζέ. Μπροστα απο το σπιτι, στο τραπεζάκι του πατερα κάτω απο το παγουρι κρύβουμε το κλειδί της αποθήκης. Μπες μέσα και όταν ακούσεις βήματα βγες η Λενιώ θα είναι θα βρω κάτι και θα την στείλω.
-Σε ευχαριστώ ψυχή μου
Η Ασημίνα του χάρισε ένα χαμόγελο ικανοποίησης και τον άφησε να φύγει. Βρήκε αμέσως το κλειδί, η πορτα αν και στην αρχή κόλλησε κατάφερε ασκώντας της λίγη παρα πανω δυναμη να την ανοίξει. Δεν περασαν δυο δευτερόλεπτα και άκουσε βήματα να τον πλησιάζουν. Η Ασημίνα είχε κάνει την δουλειά της ή μήπως όχι;

Μέχρι Τ' ΑστέριαNơi câu chuyện tồn tại. Hãy khám phá bây giờ