Οι ώρες που έπρεπε να περάσουν φάνταζαν αιώνιες στους δυο νέους, κόντευε πεντε από λεπτό σε λεπτό θα ξυπναγε ο πατερας της, ήθελε όσο τίποτα να το ρισκάρει και να πάει κοντά του όμως δεν μπορούσε, ένιωθε τα πόδια της βαριά και μια υπνηλία να την κατακλύζει. Έπεσε στο κρεβάτι της, πέρασε τα δάχτυλα της κάτω από το μαξιλάρι για να το τραβήξει ποιο κοντά της ώσπου κάτι ένιωσε από κάτω, ένα από τα αγαπημένα της αλλά όχι τόσο ιδιαίτερα λουλούδια ήταν και τα τριαντάφυλλα, από ότι φαινόταν ο Λάμπρος είχε βάλει πάλι το χέρι του. Σιγά σιγά κατάφερε να δικαιολογήσει τον τρόπο που γέλαγε όταν είδε μέσα στο βιβλίο τους τις μαργαρίτες αλλά και γιατί προσπαθουσε συνέχεια κάτι να κρύψει στο παλτό του από την ώρα που είχε μπει στο σπίτι. Ανακαθησε στο κρεβάτι της, είδε τα κορίτσια που ξεκουραζοντουσαν και ήθελε να παει να τις κλείσει και τις δυο στην αγκαλιά της αλλά δεν προλαβε. Άκουσε τα βήματα του πατερα της στην κουζίνα και γυρισε παλι πλευρο όταν κατάλαβε πως πλησίαζε στην δική τους κάμαρα. Δεν του μίλησε, ούτε εκείνος, κοίταζε μόνο την ηρεμία που είχαν τα μικρά του κορίτσια και την αντάρα της μεγάλης που με κόπο προσπαθουσε να το κρύψει. Τους έκανε ένα απλό νόημα και έφυγε για την καμαρη του, άλλαξε βάζοντας τα ρουχα που φορουσε το πρωι στην δουλειά του, τους είπε την ώρα που θα γυρίσει και έφυγε σχεδόν βιαστικά από το σπίτι του.
Η Δροσω άρπαξε την ευκαιρία και πηγε κοντά στην μεγάλη της αδερφη, την σκουντουσε ελαφρά στη πλατη της ενώ της έλεγε κάθε τόσο <<Λενιώ, Λενιώ μου, Ξυπνα, θέλω να σου πω, Έλα σε παρακαλώ σήκω, μην μου χαλάς το χατίρι>>. Συνέχιζε να την πειράζει αλλά το πείσμα της το Σταμιρεϊκο όπως έλεγαν όλοι δεν την άφηνε να ακουσει στα λόγια της. Έτρεξε στο πλευρο της Ασημίνας και της ψυθιρισε κάτι που μόνο εκείνες άκουσαν. Την πήρε από το χέρι και στάθηκαν πάνω από την Ελένη, εκείνη δεν τους είχε αντιληφθεί που βρίσκονταν και έτσι γυρισε προς το μέρος τους χωρίς να το γνωρίζει για να σηκωθεί να ετοιμαστεί για να επισκεφθεί την αποθήκη που βρισκόταν μέσα ο παιδικος φίλος της, ο έρωτας της. Ήθελε να τρέξει κοντά του αλλά μόλις άλλαξε ξανά πλευρο οι αδερφές της έπεσαν πανω της, πνιγοντας την στα φιλιά και τις αγκαλιές τους. Προσπάθησε να τις απομακρυνει από πάνω της αλλά δεν τα κατάφερνε, ανάμεσα στις αναπνοές που επερνε έλεγε κάθε τόσο <<αφήστε με, θα με σκάσετε, δεν θα με αφήσετε; σιγά μην σας αφήσω ξανά να βγείτε έξω>> αλλά ότι και αν τους έλεγε εκείνες δεν την άκουγαν ή τουλάχιστον αυτό έκαναν. Σε κάποια στιγμή μονάχα η Δροσω της απάντησε <<άλλη φορά να γυρνάς όταν σου μιλάω, τώρα τι να κάνουμε έχασες την ευκαιρία σου>> Δεν σταμάτησαν μέχρι που η καημένη η Ελένη σχεδόν ίδρωσε από τα γέλια που της είχαν προκαλέσει. Την άφησαν για λίγα δευτερόλεπτα να ξαποστάσει και την έκλεισαν στην αγκαλιά τους, στην αρχή εκείνη τραβήχτηκε ρωτώντας τες <<Δεν θα με γαργαλησεται παλι;>> και οι δύο μικρές σταμιρενες κοιταχτηκαν συνωμοτικά με δυο μικρά πονηρά γελάκια τα οποια κατάφεραν να πνιξουν και τις τρείς για κάποιες στιγμές. Η μικρή πήρε πρωτη τον λόγο λέγοντας της <<Αν είσαι φρόνιμη και μας ακους ή μάλλον με ακους δεν θα σου κάνουμε τίποτα>> Η Ελένη κοίταξε με την έκπληξη ζωγραφισμένη στο πρόσωπο της την μικρότερη της αδερφή αν και από ότι φαινόταν δεν ήταν πλεον και τόσο μικρή. Ξεκινούσε και εκείνη να γίνεται μια σωστή δεσποινίδα με τον ιδιαίτερο της χαρακτήρα να ξεκινάει να πλαθεται από την ζωή της, η Ασημίνα την καμάρωνε και τις το έδειχνε κάθε τόσο δείχνοντας της πως κάνει το σωστό. Από την άλλη βέβαια η Ελένη είχε αποφασίσει πως θα την επαινουσε με τον δικό της ξεχωριστό τρόπο κάθε φορά, είτε αυτό ήταν δίνοντας της ένα γλυκό ή ακόμη και να την αφήσει να ξεκουραστεί για λίγες ώρες στο σπίτι χωρίς να της φορτώνει κάποιες δουλειές του. Όσο και να προσπαθουσε βέβαια η μικρή ήταν πανέξυπνη, μπορουσε να διακρίνει από μακριά την αλλαγή της Λενιουλας της, όπως την έλεγε από μικρή, και καταλάβαινε τον τρόπο που την επαινουσε έστω και διακριτικά. Λίγοι ώρα αργότερα που και οι τρεις τους είχαν ηρεμήσει ακούστηκε ένας απαλος ήχος στην πορτα, σαν κάποιος να προσπαθουσε να χτυπήσει τόσο διακριτικά που μόνο σε ένα δωμάτιο να μπορουσε να ακουστεί.
ČTEŠ
Μέχρι Τ' Αστέρια
FanfikceΤι θα γινόταν εάν τα παρατούσαν και συνέχιζαν απο το μηδέν; Θα δεχόταν να τα αφήσει όλα πίσω της για εκείνον, τον πρώτο της έρωτα;Ή θα τα άφηνε όλα ως μια ωραία ανάμνηση για να μην χαλάσει την οικογένεια της.Εκεινος από την άλλη θα δεχόταν να μείνει...