Φεύγεις Και Έρχεσαι

477 12 0
                                    

Ενάμισης χρόνος... ίσως και κάτι περισσότερο να είχε περάσει από την τελευταία φορά που οι δύο νέοι είχαν ανταλλάξει ενα γράμμα. Ο μπαρμα Γιώργης είχε κάνει καλά την δουλειά του, τα τηλεγραφήματα από το σπίτι του έδιναν τον πρώτο χρόνο συνέχεια μα δεν έπερναν ποτέ τίποτα πίσω. Η Ελένη δεν μπορούσε να καταλάβει τι είχε συμβεί, κόντευε να χάσει τα λογικά της. Πως γίνεται να έπεσα τόσο έξω με εκείνον; Μόνη διαφυγή της τα χωράφια του πατέρα της, όσο και εάν δεν το παραδεχόταν προσπαθώντας να είναι ήρεμη μπροστά στους άλλους, ο πόνος την έπνιγε κάθε τόσο. Μόνο παράθυρο για να δραπετεύσει η σιωπή, η απόλυτη σιωπή ή τουλάχιστον έτσι πίστευε. Σε κάθε σιωπή της συλλογιζοταν τι είχαν περάσει μαζί. Θυμόταν τον φόβο κάθε που έφευγε για Αθήνα έστω και για λίγο χωρίς να ξέρει τον λόγο, τώρα όμως είχε ποια καταλάβει. Εφευγε και ερχόταν ξανά και ξανά στα όνειρα της, δεν ήξερε τι να κάνει πως να το σταματήσει. Άραγε πως χάνεις τα συναισθήματα σου για αυτόν που αγαπάς; Ούτε εκείνη ήξερε μόνο ένα ράγισμα είχε νιώσει μέσα της, σαν κάτι να έσπασε μέσα της και να έπεσε σε ένα κενό χωρίς τέλος. Κάποιες φορές όταν πήγαινε στα χωράφια ένιωθε δύο μάτια να είναι καρφωμένα πάνω της, όταν όμως γύριζε δεν έβλεπε κανέναν πίστευε πως σιγά σιγά έχανε τα λογικά της όμως άδικο δεν είχε ποτέ. Όταν ο Λάμπρος κατέβαινε στο χωριό χωρίς να το ξέρει κανείς πέρα από την οικογένεια του πήγαινε και την έβλεπε κρυφά από όλους. Δεν ήξερε πως θα μπορούσε να την αντικρύσει μετά το κακό που της έκανε. Όταν έφυγε εκείνη την ημέρα ο Γιώργης από το σπίτι του δασκάλου, ο Λάμπρος αισθάνθηκε πως παίρνει μαζί του τα ίδια τα λόγια που είχε πει στην κόρη του, τα όνειρα τους... την αγάπη τους. Το σκοτάδι από τότε τον κυρίευε συχνά, η καρδιά του είχε χωριστεί στα δύο. Ερχόταν και έφευγε από κοντά της προσπαθώντας με νύχια και με δόντια να μην την πλησιάσει. Στο όνειρο του μόνο μπορούσε να την έχει δικιά του χωρίς να δώσει λογαριασμό σε κανέναν, της μίλαγε προσπαθώντας να παγώσει τον χρόνο, ήξερε πως όλο αυτό ήταν φαντασία του μυαλού του. Μέχρι που ένα βράδυ δεν την είδε νεράιδα στον υπνο του να τον μαγεύει.

Δυο χρόνια μετά την ημέρα που έφυγε ο Γιώργης από το σπίτι που νοίκιαζε ο Λάμπρος, η ώρα σχεδόν δώδεκα δεν μπορούσε να κλείσει τα μάτια του, το καταφερε πολύ αργότερα με την βοήθεια του αλκοόλ που τελευταία λειτουργούσε ως φάρμακο για εκείνον..

Την είδε εκεί μπροστά του να προσπαθεί να τον πλησιάσει να τον αγκαλιάσει μάταια, όλη της η δύναμη είχε χαθεί. Η αδυναμία της την έριξε κάτω, γύρω της τα πάντα ήταν μαύρα, φώναζε βοήθεια προσπαθούσε να βγει από το κενό που την τραβούσε, νόμιζε για λίγο πως τα κατάφερε και άνοιξε τα χέρια του, για να την κλείσει στην αγκαλιά του όμως εκείνη βουλιαζε όλο και ποιο πολύ μεσα στο σκοτάδι. Ξύπνησε με τον ιδρώτα να λούζει το γυμνασμένο κορμί του, δεν ήξερε τι να κάνει, στην αρχή σκέφτηκε να πάει στο Διαφάνι να περιμένει κάτω από το σπίτι της μέχρι να δει πως ήταν καλά ακόμη και εάν δεν της μιλούσε. Πράγματι όμως η Ελένη εκείνο το βράδυ δεν ήταν καλά ψηνόταν στον πυρετό τρεις μέρες την κράτησε στο κρεβάτι και πως να μην αρρωστήσει με αυτό που της είπε ο πατέρας της. Ο Ζάχος είχε ζητήσει την συγχώρεση του και εκείνος την δέχτηκε, ποιος την ρώτησε εκείνη όμως που ακόμη και τόσα χρόνια αργότερα πετάγεται στον ύπνο της γιατί νιώθει τα βρώμικα χέρια πάνω του, όμως αυτο δεν ήταν το μόνο που την κράτησε στο σπίτι αλλά η απόφαση του πατέρα της να δεχτεί τον Ζάχο ως γαμπρό του, στο πλάι της Ελένης. Λίγες ημέρες αργότερα μαθεύτηκε ο αρραβώνας των νέων που ερχόταν απο εβδομάδα σε εβδομάδα. Ο Λάμπρος το έμαθε γρήγορα από ένα γράμμα του αδερφού του. Οι τελευταίες του λέξεις πάνω στον χάρτη θα του έμεναν για καιρό.

Μέχρι Τ' ΑστέριαDonde viven las historias. Descúbrelo ahora