«τα λέμε την Τετάρτη!»
Φωνάζω καθώς οι υπόλοιποι βγαίνουν από την αίθουσα, εκτός όμως από εκείνον τον γαλανομάτι. Τώρα αρχίζω πραγματικά και τον φοβάμαι.
«εσείς κύριε;»
Ρωτάω, έχοντας ανασηκωμένο το φρύδι μου.
«θα μπορούσα να σας απασχολήσω για μερικά λεπτά;»
Η φωνή του ακούγεται βραχνή, και αυτή η σιγουριά στο βλέμμα του... Ισιώνω απότομα το σώμα μου.
«παρακαλώ, πείτε μου»
Αν και δεν θέλω να ακούσω για να μαι ειλικρινής. Έρχεται με σταθερά βήματα κοντά μου, χώνοντας τα χέρια στις θηλιές της φόρμας του.
«βασικά, ήθελα να σας δώσω συγχαρητήρια. Δεν περίμενα ότι θα είστε τόσο καλή ως δασκάλα»
Νομίζω ότι οι λέξεις του κρύβουν κάποια υπονοούμενα.
«σας είδα και πριν στην καφετέρια, μαζί με την φίλη σας»
Βασικά, η αδερφή μου ήτανε. Ανοίγω το στόμα μου, αλλά τελικά αποφασίζω να το ξανά κλείσω. Δεν χρειάζεται να το αναφέρω, άστο να πάει.
«εγώ πάλι δεν σας είδα»
Προτιμώ να το παίξω σκληρή, αυτή είναι η άμυνα μου.
«αλήθεια; και γω είχα την εντύπωση ότι μου ρίξατε έστω μια φευγαλέα ματιά»
Λέει ενώ τώρα στέκεται απέναντι από την έδρα μου, έχοντας τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος του. Αυτή η αμάνικη μπλούζα, αναδεικνύει τα γυμνασμένα μπράτσα του. Τι κάθομαι και παρατηρώ;
«τι θέλετε κύριε;»
Του πετάω ευθέως. Μου χαμογελάει ξανά, αποκαλύπτοντας δύο λακκάκια στα μάγουλα του. Όπως έχω και γω! Ενθουσιάζομαι ξαφνικά.
«να βγείτε για ένα ποτό μαζί μου»
Απαντάει λιτά, ακουμπώντας παράλληλα τις παλάμες του πάνω στην έδρα μου. Άθελά μου, ρουθουνίζω.
«λυπάμαι αλλά δεν βγαίνω με αγνώστους»
Λέω, πριν κρεμάσω την τσάντα στον ώμο μου.
«είστε παντρεμένη;»
Σαστίζω με το ερώτημα του. Μπορώ να του απαντήσω ένα απλό ναι, αλλά αποφασίζω να μην το κάνω τόσο απλό.
«θα σας χρησιμεύσει κάπου αυτή η πληροφορία;»
«απλώς προσπαθώ να σας μάθω καλύτερα»
Απαντάει λιτά, ανασηκώνοντας ελάχιστα το φρύδι του. Χμμ, μυστήριος, έξυπνος, αλλά και περίεργος. Ενδιαφέρον συνδυασμός.
«καλύτερα να πηγαίνετε, είναι αργά»
Τον συμβουλεύω, καθώς παίρνω το τζάκετ στα χέρια μου, για να κρύψω την βέρα μου.
«εφόσον δεν είστε παντρεμένη, γιατί δεν δέχεστε να βγείτε μαζί μου για ένα χαλαρό ποτό;»
«γιατί αύριο έχω πρωινό ξύπνημα. Ικανοποίησα την περιέργεια σας τώρα;»
Απαντάω ότι δικαιολογία μου έρθει στο κεφάλι. Ένα μικρό γελάκι ξεφεύγει από τα χείλη του.
«ελάτε τώρα! Η ώρα είναι ακόμη εννιά, προλαβαίνουμε να πιούμε ένα γρήγορο ποτάκι»
Επιμένει κιόλας! Να πάρει, με φέρνει σε δύσκολη θέση. Κοιτάζω τριγύρω, ψάχνοντας ίσως κάπου για μια απάντηση, η καλύτερα έναν τρόπο για να ξεφύγω από αυτή την δύσκολη θέση. Πως να τον ξεφορτωθώ τώρα αυτόν; Ο Ορέστης βρίσκεται απέξω και με περιμένει! Άμα αργήσω, θα αρχίσει πάλι τα σενάρια περί απιστίας, και το τελευταίο πράγμα που θέλω τώρα, είναι να ακούω την γκρίνια του άντρα μου.
«λυπάμαι, δεν γίνεται απόψε»
Επιμένω, πριν βαδίσω προς την είσοδο της αίθουσας.
«τότε αύριο»
Αποκρίνεται, καθώς με πλησιάζει με μεγάλες δρασκελιές. Αφήνω μια ανάσα κούρασης.
«θα δούμε»
Ξαφνικά, εκείνος βρίσκεται κοντά μου, με το άρωμα του να κατακτά τις αισθήσεις μου.
«θα προτιμούσα ένα ναι η ένα όχι»
Ψιθυρίζει, με την ανάσα του να χτυπά στον λαιμό μου. Γιατί ανατρίχιασα ξαφνικά;
«με πιέζετε, κύριε»
Γρυλίζω ενώ γυρίζω από την άλλη για να τον κοιτάξω κατάματα. Μέγα λάθος! γιατί τώρα τα πρόσωπα μας είναι πολύ κοντά. Εντάξει, έχει απίστευτα όμορφα μάτια, και όχι μόνο επειδή είναι γαλάζια.
«λοιπόν;»
Παίρνω μια βαθιά ανάσα, ώστε να του απαντήσω. Πρέπει να ξεφύγω από δω μέσα, και μάλιστα γρήγορα.
«θα δούμε είπα»
Λέω και μετά ανοίγω την πόρτα.
«πηγαίνετε»
Ένα στραβό χαμόγελο εμφανίζεται στο πρόσωπο του, καθώς με προσπερνά για να βγει από την αίθουσα.
«αύριο λοιπόν...»
Λέει, έχοντας τα χέρια δεμένα πίσω από την πλάτη του. Κάτι κρύβει η γίνομαι καχύποπτη; Τα μάτια του συναντούν ξανά τα δικά μου, και ξαφνικά, σηκώνει το χέρι του για να μου δώσει ένα διπλωμένο χαρτάκι. Τον κοιτάζω κατσουφιασμένη.
«θα περιμένω»
Προσθέτει, κλείνοντας μου παράλληλα το μάτι. Έπειτα κάνει μεταβολή και φεύγει από κοντά μου. Περίεργος αυτός ο τύπος. Ξεδιπλώνω το χαρτάκι για να ανακαλύψω τον αριθμό του κινητού του αλλά και το όνομα του. Μάρκος. Ωραίο, ταιριαστό. Σηκώνω το κεφάλι, για να συνειδητοποιήσω ότι βρίσκομαι μόνη μου πλέον, να στέκομαι σαν την ανόητη έξω από την αίθουσα. Τώρα θυμάμαι και το ραντεβού που δώσαμε με τον Ορέστη. Αμέσως διασχίζω τον διάδρομο. Μόλις βγαίνω από το κτίριο, βλέπω τον Ορέστη να στέκεται απέξω, με τα χέρια χωμένα στις τσέπες του παντελονιού του.
«γειά σου όμορφη»
Λέει καθώς με υποδέχεται στην ζεστή του αγκαλιά.
«γειά σου αγάπη»
Μουρμουρίζω. Εκείνος με φιλάει επανειλημμένα στα μαλλιά.
«που θα πάμε να φάμε;»
Ρωτάω, κάνοντας τον να ρουθουνίσει εύθυμα.
«όπου θέλεις εσύ»
Απαντάει λιτά. Να πάρει, τώρα αισθάνομαι τύψεις. Το χαρτάκι με τον αριθμό του βρίσκεται ακόμη μέσα στο χέρι μου. Τι να κάνω; να βγω μαζί του; η να κάτσω στα αυγά μου; Σίγουρα θα χρειαστώ την γνώμη της αδερφής μου, άσχετα που δεν πρόκειται να μου πει κάτι σοβαρό.
YOU ARE READING
Υπό στενή παρακολούθηση
Non-Fiction«πάντως αν ήσουν ντετέκτιβ, θα ήσουν πολύ κακός στην δουλειά σου» Ένα πονηρό χαμόγελο απλώνεται στα χείλη του. «έτσι λες;» «ε βέβαια. Αφού σε κατάλαβα με την μία» Αποκρίνομαι, γέρνοντας ελαφρώς το κεφάλι μου στο πλάι. Δείχνει να διασκεδάζει μαζί μου...