Πατάω μια φορά το κουδούνι. Για καλή μου τύχη, η αδερφή μου ανοίγει γρήγορα την πόρτα.
«τι κάνεις τέτοια ώρα εδώ παιδάκι μου;»
«κοιμάσαι;»
Της απαντάω με μια δική μου ερώτηση.
«παραλίγο, αλλά με διέκοψες»
Λέει, σκανάροντας με με το βλέμμα της. Είναι η πρώτη φορά που ένα κομμάτι μέσα μου την λυπήθηκε. Υπό φυσιολογικές συνθήκες, θα την έβριζα τώρα, αλλά... δεν είναι πλέον φυσιολογικές οι συνθήκες.
«τέλος πάντων, έλα μέσα»
Λέει ενώ κάνει μεταβολή για να προχωρήσει στο σαλόνι. Κλείνω την πόρτα και την ακολουθώ.
«τι έγινε; τον σκότωσες; έκαψες το σπίτι; πήρες διαζύγιο;»
Ρωτάει με άνεση ενώ απλώνεται στον μεγάλο καναπέ, σαν το χταπόδι. Κάθομαι στην πολυθρόνα.
«τίποτα από όλα αυτά»
Για την ακρίβεια, έγινε κάτι χειρότερο από αυτό.
«τότε τι έκανες;»
Ρωτάει, δείχνοντας ξαφνικά ενδιαφέρον. Παίρνω μια βαθιά ανάσα.
«πριν λίγο, ήμουν έξω...»
Εκείνη μου γνέφει μια φορά με το κεφάλι της, για να μου δείξει ότι κατάλαβε.
«με κάποιον»
Συμπληρώνω, προκαλώντας έκπληξη στην μικρή μου αδερφή.
«έλα ρε; για συνέχισε!»
Τώρα και αν δείχνει ενδιαφέρον. Δεν μπορεί αυτή η κοπέλα να είναι στα σοβαρά αδερφή μου. Αν μου ανακοίνωνε κάτι αντίστοιχο, θα είχα κοκκινίσει από την σύγχυση.
«Μελίτα, απόψε έκανα κάτι καταστροφικό!»
«επειδή βγήκες με κάποιον άλλον; ε σιγά μωρέ τώρα, θα το ξεπεράσει ο άλλος. Μπορεί να σου κάνει μερικές σκηνές, αλλά αυτό θα είναι ένα μήνυμα, ώστε αν τολμήσει να...»
«Μελίτα, κοιμήθηκα μαζί του»
Αυτές οι τέσσερις λέξεις ήταν αρκετές για να σταματήσουν την φλυαρία της.
«τι έκανες;»
«έκανα έρωτα με έναν άλλον»
Λέω, κρατώντας τα μάτια μου χαμηλά. Αν μου πετάξει κανένα βάζο, τότε θα αισθανθώ πολύ καλύτερα.
«κορίτσι μου, συγχαρητήρια! επιτέλους έπραξες σωστά»
Αλλά επειδή η αδερφή μου δεν είναι λογικός άνθρωπος, φυσικά δεν υπήρχε περίπτωση να αντιδράσει φυσιολογικά.
«ρε Μελίτα, δεν με βοηθάς γαμώτο μου!»
Μουγκρίζω, κοπανώνοντας τα χέρια μου πάνω στους μηρούς μου.
«ε και τι θες να σου πω ρε Νεφέλη; Αφού κατάφερες επιτέλους να του το φορέσεις το κέρατο, καλά έκανες»
«δεν έπρεπε όμως να το κάνω, είναι άδικο!»
Εκείνος δεν με απάτησε ποτέ. Πάντοτε ήταν σπαθί δίπλα μου, σε όλα. Γαμώτο, με αυτές τις σκέψεις μου τα κάνω όλα χειρότερα.
«και πως είσαι τόσο σίγουρη ότι δεν σε χει απατήσει;»
Μου πετάει, με καχύποπτο ύφος. Υψώνω στιγμιαία το βλέμμα μου στον ουρανό.
«ο Ορέστης δεν θα μου το έκανε ποτέ αυτό»
«έτσι έλεγες και συ, να όμως που τελικά ενέδωσες»
Γαμώτο, επίτηδες το κάνει!
«τώρα αυτά μου τα λες για να νιώσω καλύτερα, ας πούμε;»
«όχι, σου τα λέω γιατί πρέπει να σταματήσεις να κατηγορείς τον εαυτό σου, για τις μαλακίες του άντρα σου»
Η αλήθεια είναι πως... η ζήλια του τον τελευταίο καιρό ήταν αφόρητη, και αφύσικη βέβαια. Ω, μα τι λέω; προσπαθώ να κατηγορήσω εκείνον για να δώσω ελαφρυντικό στον εαυτό μου. Ε όχι λοιπόν! έφταιξα και θα πληρώσω για το λάθος μου.
«δεν πρόκειται να τον ξανά συναντήσω»
Την βλέπω να με κοιτάζει, σαν να σχεδιάζει τον φόνο μου μες' το μυαλό της.
«είσαι τρελή κορίτσι μου; τώρα που έκανες την αρχή;»
«Μελίτα, είμαι παντρεμένη και τον αγαπάω τον άντρα μου. Μπορεί να με εκνευρίζει τώρα τελευταία, αλλά... αυτό δεν αναιρεί το γεγονός ότι τον αγαπώ»
«μα εδώ δεν μιλάμε για αγάπη»
Αντιγυρίζει, στριφογυρίζοντας τα μάτια της. Κατσουφιάζω.
«και για τι μιλάμε ρε έξυπνη;»
Αφήνει μια ανάσα κούρασης, πριν ανασηκωθεί στον αγκώνα της.
«τον Ορέστη τον αγαπάς, και με τον άλλον απλά πηδιέσαι. Αν δεν μάθει ο Ορέστης για την ύπαρξη του άλλου, τότε η ζωή σου συνεχίζεται κανονικά. Μη σου πω ότι θα βγεις και κερδισμένη!»
Κερδισμένη; τι λέει μωρέ;
«με το να κερατώνω τον άντρα μου βγαίνω κερδισμένη;»
«εννοείται! γιατί απολαμβάνεις τον έρωτα αλλά και το πάθος μέσα από δύο διαφορετικούς άντρες»
Λέει, ανεμίζοντας αδιάφορα το χέρι της. Παίρνω μια βαθιά ανάσα.
«ώρες ώρες αναρωτιέμαι: δεν έχεις κανέναν ηθικό φραγμό;»
Σουφρώνει το κάτω χείλος της, κοιτάζοντας δήθεν σκεπτική τριγύρω.
«τώρα που το σκέφτομαι... όχι»
Τέλεια, τώρα απλά επιβεβαιώθηκα. Ειρωνική βρε παιδάκι μου αυτή η ζωή. Κανονικά η Μελίτα θα πρεπε να βρίσκεται στην θέση μου.
«να σου πω, θα με αφήσεις να κοιμηθώ εδώ απόψε;»
Τα φρύδια της σμίγουν.
«γιατί; έχεις σπίτι»
«ναι, αλλά... δεν θέλω να πάω»
Την ενημερώνω, σχεδόν ένοχα.
«γιατί Νεφελάκη; φοβάσαι μην σε περιμένει ο αντρούλης σου στην πόρτα;»
Μου πετάει ειρωνικά, δείχνοντας ότι έχει το πάνω χέρι στο συγκεκριμένο θέμα. Της αρέσει να μου την λέει, το έχω καταλάβει πια.
«τέλος πάντων, μπορώ να κοιμηθώ εδώ; η να πάω σε κανένα ξενοδοχείο;»
«εγώ λέω να πας στο σπίτι του τυπά, να κάνετε έναν δεύτερο γύρο, μπας και έρθεις στα ίσα σου»
«Μελίτα!»
Την μαλώνω, αγριοκοιτάζοντας την.
«καλά, πάω να σου βρω πιτζάμες»
Λέει ηττημένη τελικά, πριν σηκωθεί από την θέση της και εξαφανιστεί στον διάδρομο του διαμερίσματος. Στο σπίτι του Μάρκου δεν υπάρχει περίπτωση να ξανά πάω, ποτέ! Δεν θα βρεθώ ποτέ ξανά μαζί του στον ίδιο χώρο, και αν έρθει μεθαύριο στο μάθημα, θα του ξεκαθαρίσω τα πράγματα. Δεν μπορεί να συνεχιστεί όλο αυτό, δεν είμαι καμιά αναίσθητη, και δεν σκοπεύω να διαλύσω τον γάμο μου για ένα λάθος της στιγμής.
ŞİMDİ OKUDUĞUN
Υπό στενή παρακολούθηση
Kurgu Olmayan«πάντως αν ήσουν ντετέκτιβ, θα ήσουν πολύ κακός στην δουλειά σου» Ένα πονηρό χαμόγελο απλώνεται στα χείλη του. «έτσι λες;» «ε βέβαια. Αφού σε κατάλαβα με την μία» Αποκρίνομαι, γέρνοντας ελαφρώς το κεφάλι μου στο πλάι. Δείχνει να διασκεδάζει μαζί μου...