Το ίδιο βράδυ, βρισκόμαστε μαζί με την Μελίτα στην κουζίνα, να ετοιμάζουμε μουσακά. Έχουμε πολύ καιρό να μαγειρέψουμε μαζί.
«να σου πω, κατεβάζεις εσύ τα σκουπίδια;»
Σαστίζω.
«και γιατί εγώ; εσύ τα πετούσες πάντα»
Παραπονιέμαι. Μια γκριμάτσα ειρωνείας εμφανίζεται στο πρόσωπο της.
«κάποτε, τώρα άλλαξαν οι εποχές. Ορίστε»
Λέει ενώ μου δίνει την μαύρη σακούλα. Δεν το πιστεύω ότι το κάνω αυτό στα είκοσι οκτώ μου χρόνια.
«έχε χάρη που δέχτηκες να με φιλοξενήσεις»
Λέω και μετά βγαίνω από το διαμέρισμα. Αυτή η αδερφή μου δεν με λυπάται καθόλου τελικά. Εδώ περνάω κρίση και αυτή με στέλνει να κατεβάσω σκουπίδια. Και που ξέρω εγώ αν έχει στήσει κανένα καρτέρι τώρα απέξω; Μόλις βγαίνω από την οικοδομή, κοιτάζω δεξιά και αριστερά, ψάχνοντας ίσως για κάποιο στοιχείο που να τον μαρτυρήσει. Αλλά δεν βρίσκω κάτι ύποπτο στην ατμόσφαιρα. Ίσως τελικά γίνομαι υπερβολική. Διασχίζω τον δρόμο, ώστε να πετάξω την σακούλα στον κάδο απορριμάτων.
«γειά»
Τινάζομαι μόλις ακούω την βραχνή του φωνή, αφήνοντας παράλληλα μια τσιρίδα έκπληξης. Γυρίζω το κεφάλι μου στο πλάι, για να τον δω να περπατά με χάρη προς το μέρος μου.
«πως βρέθηκες εσύ εδώ; με παρακολουθείς;»
Αρχίζει και με τρομάζει αυτός ο τύπος.
«αφού δεν απαντούσες στα μηνύματα, είπα να έρθω να σε βρω από κοντά»
«και πως ήξερες ότι βρίσκομαι εδώ;»
Θεέ μου, έχω μπλέξει με μαφιόζο, δεν εξηγείται αλλιώς! Το πρόσωπο του μαρτυρά τον προβληματισμό του.
«είχαμε έρθει μαζί μια φορά, δεν το θυμάσαι;»
Και τότε όλα παγώνουν. Ηλίθια ηλίθια Νεφέλη! Τουλάχιστον τώρα... αισθάνομαι λίγη ανακούφιση. Αλλά δεν τελείωσα εδώ!
«εσύ όμως, γιατί ήρθες εδώ; τι θέλεις;»
«να μιλήσουμε»
Απαντάει λιτά, με τα γαλανά του μάτια να με κοιτάζουν αθώα.
«και τι έμεινε πια να πούμε ρε Μάρκο;»
«τι λάθος έχω κάνει και μου συμπεριφέρεσαι έτσι; γιατί με απομακρύνεις;»
Αντιγυρίζει με δικές του ερωτήσεις, καθώς τα χέρια του πιάνουν τα δικά μου. Ένα ρίγος διαπερνά την ραχοκοκαλιά μου.
«πες μου μωρό μου, κι εγώ θα το διορθώσω. Όλα θα τα διορθώσω!»
Γαμώτο, με κάνει να αισθάνομαι άσχημα. Λες κι εγώ φταίω που ήρθαν όλα πάνω κάτω. Εντάξει, έχω κι εγώ ένα μερίδιο ευθύνης... για την ακρίβεια, έχω ένα μεγάλο μερίδιο ευθύνης σε αυτήν την ιστορία. Πως έχω καταντήσει έτσι; λέω ψέματα σε όλους! Στον άντρα μου, στον Μάρκο, στην Νεκταρία, μόνο στην Μελίτα δεν έχω καταλήξει να λέω ψέματα. Δεν με αναγνωρίζω πλέον.
«η νύχτα που περάσαμε μαζί... ήταν λάθος»
Πόσο πιο απλά να το πω για να το καταλάβει; Τα φρύδια του σμίγουν.
«γιατί; αφού μου είπες ότι δεν έχεις κάποια σχέση»
«έχω βγει πολύ πρόσφατα όμως από μια μακροχρόνια σχέση, και δεν είμαι έτοιμη να μπω σε μία άλλη»
Τα χείλη του μένουν μισάνοιχτα, καθώς κάνει ένα βήμα κοντά μου. Δείχνει διστακτικός.
«λυπάμαι Μάρκο, αλλά αυτό που ψάχνεις... δεν είμαι εγώ»
Ίσως αν ήταν διαφορετικές οι συνθήκες... δεν ξέρω. Πάντως τις έχω κάνει τις επιλογές μου, και τώρα είναι αργά πια για να τις αλλάξω.
«έλα, πάμε να καθίσουμε κάπου να μιλήσουμε»
Πετάει ξαφνικά, τραβώντας με μαλακά από το χέρι.
«Μάρκο, άκουσες τι σου είπα;»
Γιατί δείχνει σαν να μιλούσα στον αέρα τόση ώρα. Κλείνει στιγμιαία τα μάτια του, πριν τα εστιάσει αποφασιστικά επάνω μου.
«θέλω να μου τα ξαναπείς. Θέλω να κάτσουμε και να συζητήσουμε σαν δυο ενήλικες, μπορούμε;»
Διακρίνω μια νότα σύγχυσης, αλλά δεν είμαι και σίγουρη. Η Μελίτα με περιμένει πάνω, όμως... ίσως αν μιλήσω μαζί του, να ελαφρύνω επιτέλους το βάρος μέσα μου, και να ξεκαθαρίσει όλη αυτή η κατάσταση.
«πάμε»
Συμφωνώ τελικά, αφήνοντας τον να με οδηγήσει ως το εσωτερικό του πάρκου. Τον παρακολουθώ να κάθεται σε ένα από τα παγκάκια, έχοντας τους αγκώνες ακουμπισμένους στα γόνατα του.
«ξεκίνα»
Με προστάζει μαλακά, χωρίς όμως να με κοιτάζει.
«τι; θες να σου τα ξαναπώ;»
«θέλω να ξέρω για την προηγούμενη σου σχέση. Τι έκανε και σε πλήγωσε;»
Ρωτάει καθώς σηκώνει τα γαλανά του μάτια στα δικά μου. Τώρα πραγματικά τρέμω. Τι να του απαντήσω; πόσα ψέματα θα πω μέσα σε μια βραδιά; Σταυρώνω τα χέρια στο στήθος μου.
«ότι ήταν να μάθεις, το έμαθες»
Ένα ειρωνικό ρουθούνισμα ακούγεται από μεριάς του.
«δηλαδή δεν τον έχεις ξεπεράσει ακόμη;»
Γελοία ερώτηση, και πρέπει να του δώσω μια ακόμα πιο γελοία απάντηση. Ποιον να έχω ξεπεράσει; τον άντρα μου;
«ρε Μάρκο, σταμάτα, σε παρακαλώ. Δεν θέλω να μιλήσω για εκείνο το κομμάτι και τέρμα!»
Λέω με τελεσίδικο τόνο. Με παρατηρεί σιωπηλός, σαν να προσπαθεί να λύσει κάποιο μυστήριο. Γιατί τον ακολούθησα;
«καλύτερα να φύγεις»
Τον συμβουλεύω, καθώς κάνω μεταβολή. Ξαφνικά τα χέρια του τυλίγονται γύρω από το σώμα μου, κρατώντας με φυλακισμένη στην αγκαλιά του.
«όχι, κάτσε λίγο. Δεν σε χόρτασα ακόμα»
Δεν ξέρω γιατί, αλλά η καρδιά μου φτερουγίζει με αυτά του λόγια. Θεέ μου, τι έχω πάθει;
«ρε Μάρκο...»
«λίγο μωρό μου, λίγο ακόμη»
Επιμένει, σφίγγοντας με ακόμα περισσότερο επάνω του. Και αυτή είναι η στιγμή που συνειδητοποιώ ότι έχω παγιδευτεί μέσα στα ίδια μου τα συναισθήματα. Δεν γίνεται να το κρύψω, ο Μάρκος είναι ένας ωραίος άντρας. Μου προκαλεί έλξη, κάτι που δεν έχω νιώσει ποτέ πιο πριν, με κανέναν. Αλλά είμαι παντρεμένη με τον Ορέστη γαμώτο, και τον αγαπάω τον ηλίθιο. Όσο κι αν με εκνευρίζει με τις ζήλιες του, εγώ συνεχίζω να τον αγαπώ.
ESTÁS LEYENDO
Υπό στενή παρακολούθηση
No Ficción«πάντως αν ήσουν ντετέκτιβ, θα ήσουν πολύ κακός στην δουλειά σου» Ένα πονηρό χαμόγελο απλώνεται στα χείλη του. «έτσι λες;» «ε βέβαια. Αφού σε κατάλαβα με την μία» Αποκρίνομαι, γέρνοντας ελαφρώς το κεφάλι μου στο πλάι. Δείχνει να διασκεδάζει μαζί μου...