Όχι, δεν μου αρκεί

509 48 11
                                    


Την επόμενη μέρα, βρίσκω τελικά το θάρρος και πηγαίνω στο σπίτι μου. Μόλις ξεκλειδώνω την πόρτα, βρίσκω τον Ορέστη να περπατά στον διάδρομο, τρίβοντας παράλληλα τα μάτια του. Αν κρίνω από την εικόνα του, μόλις έχει ξυπνήσει.
«καλημέρα»
Αμέσως κατεβάζει τα χέρια του για να με κοιτάξει με μισόκλειστα μάτια.
«τώρα ήρθες;»
Με ρωτάει, καθώς μια ρυτίδα απορίας δημιουργείτε ανάμεσα στα φρύδια του.
«ναι, κοιμήθηκα στης Μελίτας απόψε»
Και χαίρομαι που αυτό δεν είναι ψέμα.
«θα μπορούσες να με ενημερώσεις»
Λέει και μετά βαδίζει προς την κουζίνα. Φυσικά τον ακολουθώ. Έχουμε να κάνουμε μια μεγάλη και σοβαρή συζήτηση εμείς οι δύο.
«ήμουν θυμωμένη μαζί σου»
Για αυτό άλλωστε και τόλμησα να προχωρήσω παρακάτω με τον Μάρκο. Αλλά αυτό το λάθος θα το μετανιώνω για μια ολόκληρη ζωή.
«κι εγώ ήμουν θυμωμένος μαζί σου Νεφέλη, αλλά σκέφτηκα να σου στείλω ένα μήνυμα»
Πετάει, με μια παγερά ψύχραιμη έκφραση. Τώρα βρισκόμαστε μέσα στην κουζίνα, με το τραπέζι του πρωινού να στέκεται εμπόδιο ανάμεσα μας.
«μου έστειλες μήνυμα;»
Αναρωτιέμαι.
«εννοείται ότι σου έστειλα, επειδή ανησυχούσα!»
Γαμώτο, αυτός είχε αγωνία για την ασφάλεια μου, κι εγώ... σκατά.
«με συγχωρείς»
Αν και είναι ανούσιο, θέλω να του το πω. Αφήνει έναν αναστεναγμό, πριν μου γυρίσει την πλάτη για να ετοιμάσει τον καφέ του.
«δεν έχει σημασία τώρα»
«ρε Ορέστη, δεν νομίζεις ότι πρέπει να μιλήσουμε σοβαρά επιτέλους; να ξεκαθαρίσουμε αυτό το πρόβλημα μεταξύ μας;»
Αφήνει έναν αναστεναγμό κούρασης, πριν γυρίσει από την άλλη για να με ξανά κοιτάξει.
«ποιο πρόβλημα Νεφέλη;»
«την ζήλια σου Ορέστη. Αυτήν την αναθεματισμένη ζήλια σου που δεν μας αφήνει να χαρούμε τίποτα πια!»
Του εξηγώ, ανεμίζοντας με αγανάκτηση τα χέρια μου. Όλα όσα έκρυβα τόσους μήνες, βγαίνουν τώρα στην επιφάνεια. Ήθελα τόσο καιρό να του μιλήσω για αυτό... και τώρα νομίζω πως είναι η κατάλληλη στιγμή. Τον παρακολουθώ να αφήνει άλλον έναν αναστεναγμό, πριν μιλήσει τελικά.
«τόσο πολύ σε πειράζει το γεγονός ότι νοιάζομαι;»
«με πειράζει ο τρόπος που νοιάζεσαι, Ορέστη. Ακόμα και το παραμικρό, μπορείς να το παρεξηγήσεις, και με κουράζει αυτό»
Για την ακρίβεια, με έχει ωθήσει να κάνω κάτι τρελό, κάτι που δεν θα έκανα ποτέ εγώ, ως Νεφέλη. Μένει για μερικά λεπτά σκεπτικός, να ατενίζει το κενό. Ελπίζω αυτή τη φορά να βγάλουμε στ' αλήθεια μια άκρη. Θα ήταν τόσο άδικο να χωρίσουμε μετά από επτά χρόνια σχέσης.
«σου έχω ζητήσει τόσες φορές συγγνώμη για αυτό το θέμα...»
Μουρμουρίζει, δείχνοντας ηττημένος.
«το ξέρω ότι σε κουράζω βρε μωρό μου, το ξέρω. Αλλά και μόνο στη σκέψη ότι... ότι κάποιος άλλος είναι κοντά σου...»
Οι ενοχές μου χτυπούν ξανά την πόρτα. Αν ήξερε τι συνέβη πραγματικά εχθές... σίγουρα θα με μισούσε για πάντα.
«πεθαίνω για χάρη σου, Νεφέλη μου...»
Λέει καθώς κάνει γρήγορα τον γυρο του τραπεζιού, για να βρεθεί κοντά μου.
«όταν είσαι μακριά, χάνω την ανάσα μου. Εχθές κόντεψα να τρελαθώ από την αγωνία. Δεν ξέρεις πόσες άσχημες σκέψεις έκανα μετά τον καβγά μας»
Ξεροκαταπίνω, νιώθοντας αμήχανη τώρα.
«να μην τις ξανακάνεις τότε, και να μου έχεις εμπιστοσύνη. Αφού σ' αγαπάω, γιατί με βασανίζεις;»
Ένα μικρό χαμόγελο αισιοδοξίας παιχνιδίζει στο όμορφο πρόσωπο του.
«έτσι είναι η αγάπη... βασανιστικά γλυκιά»
Ναι, μόνο που αυτό που μου κάνεις τόσους μήνες, δεν είναι γλυκό, αλλά κουραστικό. Τέλος πάντων, ας μην ρίξω κι άλλο λάδι στην φωτιά, γιατί το έκανα κι εγώ το λάθος μου.
«άσε με να σου κάνω μια αγκαλιά»
Λέει καθώς τυλίγει τα χέρια του γύρω από το σώμα μου. Δεν πρόκειται να σκεφτώ ξανά την χθεσινή μου βραδιά με τον Μάρκο. Ότι έγινε έγινε. Δεν μπορώ να γυρίσω τον χρόνο πίσω για να το αλλάξω, αλλά μπορώ να το αγνοήσω και να προχωρήσω παρακάτω.

Την επόμενη μέρα, πηγαίνω από νωρίς στην σχολή, και για κακή μου τύχη, βρίσκω τον Μάρκο να με περιμένει πρώτος πρώτος απέξω.
«γιατί ήρθες;»
Αναρωτιέμαι μόλις φτάνω κοντά του. Ένα στραβό χαμόγελο βρίσκεται χαραγμένο στο πρόσωπο του.
«είναι αυτονόητο πλέον»
Λέει καθώς χαϊδεύει με την ανάστροφη της παλάμης του το μάγουλο μου.
«τι κάνεις τώρα;»
Αναφωνώ με έκπληξη, ενώ προσπαθώ να αποφύγω το άγγιγμα του. Τα φρύδια του σμίγουν.
«εσύ τι έχεις πάθει;»
«Μάρκο, εχθές περάσαμε καλά, αλλά μέχρι εκεί. Αυτό... δεν πρόκειται να ξαναγίνει, ποτέ!»
Του δηλώνω με κατηγορηματικό τόνο. Στο τσακ είμαι για να σώσω τον γάμο μου, και ο Μάρκος αποτελεί απειλή.
«γιατί μωρό μου; δεν σου άρεσε;»
«μην με αποκαλείς μωρό μου!»
Απαιτώ, αγριοκοιτάζοντας τον. Πρέπει να καταλάβει πως ότι λέω αυτή τη στιγμή, το εννοώ!
«θα σε παρακαλούσα να σεβαστείς την απόφαση μου και να μείνεις μακριά μου. Δεν νομίζω ότι είναι και τόσο δύσκολο»
Λέω πριν τον προσπεράσω για να ανοίξω την πόρτα της σχολής. Φυσικά εκείνος με ακολουθεί, χωρίς όμως να κάνει κάποια κίνηση για να με αγγίξει.
«πολύ καλά λοιπόν. Αλλά το να σε βλέπω... δεν μπορείς να μου το στερήσεις»
Πετάει ξαφνικά, μόλις μπαίνουμε μέσα στην αίθουσα χορού.
«εγώ όμως δεν θέλω να σε βλέπω»
Του πετάω κατηγορηματικά. Ένα αυτάρεσκο χαμόγελο εμφανίζεται στο αγγελικά πλασμένο πρόσωπο του.
«γιατί Νεφέλη; τόσο πολύ σε αναστατώνω; και τέλος πάντων, ποιο είναι το πρόβλημα σου; Από ότι μου είπες, δεν είσαι παντρεμένη, ούτε σχέση έχεις»
Γαμώτο, γιατί του είπα τόσα ψέματα; και γιατί δεν φοράω την αναθεματισμένη την βέρα μου;
«απλώς δεν είμαι σε φάση για να μπλέξω με κάποιον, σου αρκεί αυτό;»
Ρουθουνίζει ειρωνικά.
«όχι, δεν μου αρκεί»
Γαμώ το πείσμα του γαμώ. Αυτός είναι χειρότερος κι από εμένα. Τέλος πάντων, δεν πρέπει να χάσω τον έλεγχο, όπου να ναι ξεκινάει το μάθημα.
«η συζήτηση τελειώνει εδώ»
Λέω με τελεσίδικο τόνο, πριν φύγω για το γραφείο μου.

Υπό στενή παρακολούθησηDonde viven las historias. Descúbrelo ahora