Κεφάλαιο 7

158 32 43
                                    

Αλκινόη

- Γιατί να το κρύψω; Σου παρουσιάζω τον μπάσταρδο του Εύμαιου και μιας δούλας από τη Μεσσηνία. Κατά συνέπεια, έναν ετεροθαλή αδελφό του Βορέα.

Είπε ο βασιλιάς Λεωνίδας στον Αλέξανδρο.

Κάποιος έβρισε στο βάθος του δωματίου και ο Λεωνίδας συνέχισε ακάθεκτος.

- Πάτησες καμιά κατσαρίδα, Υπερίωνα;

Αυτός σηκώθηκε σφιγμένος και χλωμός από θυμό.

- Με όλον τον σεβασμό που σου οφείλω και που οφείλω στη μνήμη του Βορέα, βασιλιά Λεωνίδα.....

- Εκτιμάει την απόφασή σου, που είναι δίκαιη και σωστή.

Τον έκοψε ο Αλέξανδρος.

- Έτσι;

Ο Υπερίωνας έσφιξε τις γροθιές του.

- Έτσι;

Επέμεινε εκείνος. Ο ιππέας ξανακάθισε μετανιωμένος.

- Υπάρχει κανείς άλλος που να τον τρώει η γλώσσα του;

Ρώτησε απειλητικά ο Λεωνίδας. Ο Σκίρωνας θέλησε να σηκωθεί, αλλά ο Αλέξανδρος του έκανε νόημα διακριτικά να μείνει καθιστός.

- Λοιπόν καταπιείτε την.

Είπε κουνώντας τη μακριά του βέργα.

- Κανένας εθελοντής;

Ο Υπερίωνας και ο Σκίρωνας έτειναν το χέρι προς τη βέργα, αλλά ο βασιλιάς δεν ήταν κορόιδο. Καταλάβαινε ότι θα έκαναν το μαρτύριο του Αλέξανδρου όσο πιο ελαφρύ γινόταν. Έτσι προχώρησε ανάμεσα στα τραπέζια και, προς μεγάλη μου χαρά, την έδωσε στον Ευρύμαχο.

Ο Αλέξανδρος άλλαξε χρώμα, αλλά έμεινε ατάραχος. Μάλιστα κατάφερε και χαμογέλασε.

- Ο αΐτας σου πήγε να δειπνήσει με τον Άδη μετά από αυτήν την κρυπτεία, θύμησέ του το.

Ο Ευρύμαχος έκρυβε με μεγάλη δυσκολία τη χαρά που του δόθηκε, να χτυπήσει τον Αλέξανδρο χωρίς αυτός να μπορεί να αντιδράσει. Όταν τον είδα να δένει τη ζώνη του στον εχθρό του απ' τη μια και σ' ένα δοκάρι που συγκρατούσε τη στέγη απ' την άλλη, η χαρά μου αναμείχθηκε με πίκρα.

- Δεν πρόκειται να φύγω ή να σε χτυπήσω, μη φοβάσαι!

Είπε περήφανα ο Αλέξανδρος με ένα στραβό χαμόγελο και ετοιμάστηκε.

Πολλά γέλια ακούστηκαν και ο Ευρύμαχος, κατακόκκινος, στράφηκε προς τον Λεωνίδα.

- Αποφάσισε.

✓Book of Curse #2: "Love Bound" (Ολοκληρωμένη)Where stories live. Discover now