Κεφάλαιο 11

150 33 49
                                    

Αλκινόη

- Σσστ. μην κάνεις θόρυβο, κοιμάται.

- Δεν έχει φάει τίποτε...

Οι ψίθυροι με ξύπνησαν και ένα λεπτό χέρι ακούμπησε τον ώμο μου. Άνοιξα τα μάτια μου, πρησμένα από τον ύπνο. Όταν σήκωσα το κεφάλι μου, το μόνο που έβλεπα μπροστά μου ήταν κυκλάκια. Τα έβλεπα όλα διπλά...

- Ξύπνα. Ο αφέντης σου δεν έχει φάει τίποτε.

Κοιτούσα το διπλό αγόρι που μου είχε μιλήσει. Κάτι περίεργο συνέβαινε, έβλεπα μόνο ένα ζευγάρι χείλη να κουνιούνται. Ήμουν χειρότερα απ' όσο νόμιζα.

- Τί έχει αυτός ο βλάκας;

Ρώτησε τη σκιά του. Τίναξα το κεφάλι μου για να συνέλθω.

- Καταλαβαίνεις τί σου λέω;

Επέμεινε το αγόρι. Σηκώθηκα λίγο και τους κοίταξα, πότε τον έναν και πότε τον άλλον.

- Είστε δίδυμοι;

Ψέλλισα.

- Τί παρατηρητικότητα!

Κάθισα κατάχαμα και στηρίχθηκα στον τοίχο για να σηκωθώ. Ο Αναξαγόρας κοιμόταν με σφιγμένες γροθιές.

Οι δίδυμοι δεν ήταν οι μόνοι που είχαν έρθει στον κοιτώνα. Άλλοι τρεις νέοι άνδρες βρίσκονταν ξαπλωμένοι ήσυχα επάνω στα στενά κρεβάτια μιλώντας σιγανά, για να μην ξυπνήσουν τον οπλίτη.

- Πού είναι οι άλλοι, αφέντη;

Ρώτησα τον πιο κοντινό μου.

- Σπίτι τους. Πού θέλεις να είναι;

Ήταν φυσικό... Οι άλλοι ιππείς, πιθανόν παντρεμένοι και επάνω από τριάντα χρόνων, δεν ήταν υποχρεωμένοι να κοιμούνται εκεί.

- Χθες έμειναν γιατί ήταν αργά.

Πρόσθεσε ένας απ' τους διδύμους.

- Και γιατί δεν ήθελαν να τον αφήσουν μόνο.

Υπερθεμάτισε ο αδελφός του, δείχνοντας τον γίγαντα με το πιγούνι του.

- Γιατί δεν είχε φάει τίποτε;

Σήκωσα τους ώμους.

-Προτίμησε να κοιμηθεί, αφέντη.

Υποκρίθηκα. Στραβομουτσούνιασαν.

- Έπρεπε να τον πιέσεις.

Με επέπληξε ο πρώτος και έδειξε έμπρακτα ότι το εννοούσε.

Πήρε το πιάτο που είχε φέρει ο Λυγκέας και κάθισε στην άκρη του κρεβατιού του Αλέξανδρου και τον σκούντηξε απαλά στον ώμο. Αυτός τινάχτηκε ξαφνιασμένος και αναστέναξε ήσυχος όταν τον αναγνώρισε.

✓Book of Curse #2: "Love Bound" (Ολοκληρωμένη)Where stories live. Discover now