3.

16 3 0
                                    


Με το ζόρι κρατούσε τα μάτια του ανοιχτά. Το προηγούμενο βράδυ είχε ξενυχτήσει στο μαγαζί του φίλου του, όπου μια χαλαρή μπύρα, μετατράπηκε σε άδειασμα του ψυγείου με τις μπύρες. Αυτός, ο Δημήτρης και η σύντροφος του η Χριστίνα ήπιαν τις μπύρες σαν να μην υπήρχε αύριο. Σαν να ήταν η τελευταία μέρα που η μπύρες θα ήταν κατάλληλες για να καταναλωθούν, και έκαναν τα πάντα για να μην μείνει καμία. Ο Βασίλης που ήξερε τι θα γινόταν, μετά προτίμησε να πάει στο γραφείο του και να κοιμηθεί γιατί ήξερε πως αν πήγαινε στο σπίτι του, δεν θα ξυπνούσε ποτέ. Και ύστερα από την συνάντηση με την Μαρία, ήξερε πως είχε πολύ δουλειά να κάνει.

Μόλις ήρθε ο καφές του, ήπιε δύο γερές τζούρες, άναψε ένα τσιγάρο και ήπιε κοντά στο μισό λίτρο νερό. Ύστερα άνοιξε τον υπολογιστή του και έψαξε να βρει τα στοιχεία της ηλικιωμένης γυναίκας που του είχε αναθέσει να βρει την Ιουλία Μακρή. Όλα τα στοιχεία των πελατών, ήταν καταχωρημένα σε ένα πρόγραμμα που του είχε φτιάξει η Χριστίνα, όπου με μια λέξη κλειδί, έβρισκε εύκολα αυτό που έψαχνε. Έτσι, δέκα λεπτά αργότερα είχε βρει το τηλέφωνο, απλά έδωσε λίγο χρόνο στον εαυτό του, ώστε όταν θα μιλούσε μαζί της να μην φαινόταν η πραγματική του κατάσταση. Ενός μεσήλικα με hang over δηλαδή. Σχημάτισε τον αριθμό στο κινητό του και περίμενε. Ήταν αποφασισμένος να της μεταφέρει τα νέα μέσω τηλεφώνου, αλλά τελευταία στιγμή άλλαξε γνώμη. Θεώρησε πως θα ήταν καλύτερα να της τα πει από κοντά ώστε να κάνει καλύτερη έρευνα, και ίσως να μάθαινε περισσότερα πράγματα για την Ιουλία. Έτσι μετά από μια σύντομη συνομιλία μαζί της όπου κατάφερε και δεν αποκάλυψε τίποτα, ξεκίνησε για το σπίτι της ηλικιωμένης γυναίκας που βρισκόταν στα Βριλήσσια. Πίεσε αρκετά τον εαυτό του για να θυμηθεί που είχε παρκάρει, μέχρι που βρήκε το εισιτήριο από το πάρκινγκ στην τσέπη του παντελονιού του.

Απολάμβανε την πόλη το καλοκαίρι, μιας και οι περισσότεροι έφευγαν και έτσι μπορούσε να κινηθεί άνετα μέσα σε αυτήν, ακόμα και το μεσημέρι. Το κλιματιστικό του αυτοκινήτου δούλευε στην δυνατή σκάλα, και έτσι δεν τον ενοχλούσε που έξω έλιωναν ακόμα και τα σίδερα από την ζέστη. Αυτό τον απέτρεπε και από το να κάνει τσιγάρο, καθώς θα έπρεπε να ανοίξει το παράθυρο. Κάτι που ούτε σαν σκέψη δεν πέρναγε από το μυαλό του. Ανέβηκε την Λεωφόρο Βασιλίσσης Σοφίας και βγήκε στην λεωφόρο Κηφισίας που έμοιαζε με δρόμο σε μια εγκαταλελειμμένη πόλη. Θα μπορούσες να περπατήσεις στην μέση του δρόμου, χωρίς να κινδυνέψεις. Έφτασε στα Βριλήσσια είκοσι λεπτά αργότερα. Ο πλοηγός τον έφερε έξω ακριβώς από το σπίτι της ηλικιωμένης γυναίκας. Ήταν ένα διώροφο πέτρινο κτίσμα που είχε αντέξει στις πιέσεις των μηχανικών και δεν είχε παραδοθεί στα χέρια τους, ώστε να χτιστεί μια πολυώροφη πολυκατοικία, σαν αυτές που το περικύκλωναν.

Ένοχο ΠαρελθόνWhere stories live. Discover now