4.

13 3 0
                                    


Το σκέφτηκε πολύ για να βγει από το αυτοκίνητο της. H δροσιά του κλιματισμού την υπνώτιζε, ενώ η ζέστη έξω ήταν ανυπόφορη. Όταν είδε όμως το θηριώδης αυτοκίνητο του Βασίλη να παρκάρει από πίσω της, ήξερε πως δεν είχε άλλη επιλογή. Βγήκε από το αυτοκίνητο με το πύρινο αέρα να την χτυπάει στο πρόσωπο. Πλησίασε τον Βασίλης, που έδειχνε να μην ενοχλείται από την ζέστη, και στάθηκε μπροστά του προσπαθώντας να βολέψει τα χέρια της κάπου, ώστε να μην ακουμπάνε πάνω στο σώμα της. Ο Βασίλης την κοίταξε και χαμογέλασε.

-Ζεσταίνεσαι; την ρώτησε αν και ήξερε πως ήταν χαζή η ερώτηση του.

-Όχι, γιατί το λες αυτό; αποκρίθηκε αυτή που δεν άφηνε τίποτα να πέσει κάτω.

Ο Βασίλης έκανε μια γκριμάτσα σαν αν της έλεγε πως περίμενε μια τέτοια απάντηση. Στην συνέχεια της έδειξε το σπίτι που ήταν λίγα βήματα πιο πέρα, ρωτώντας την με αυτόν τον τρόπο αν αυτό ήταν το σπίτι. Αυτή γύρισε και κοίταξε προς τα εκεί. Το σπίτι ήταν μια τετραώροφη πολυκατοικία όπου κάθε όροφος είχε από δύο μέχρι τρία διαμερίσματα, σύμφωνα με τα χωρίσματα στις βεράντες, και έμοιαζε να έχει κατασκευαστεί πριν μια δεκαετία. Ήταν βαμμένη λευκή, αλλά ο χρόνος είχε μετατρέψει τους τοίχους σε ένα γκρι, ενώ σε μερικά σημεία ήταν καφέ, κυρίως κοντά στις γλάστρες που υπήρχαν σε πολλά μπαλκόνια.

Πήγαν στην είσοδο του σπιτιού και κοίταξαν τα κουδούνια. Αμέσως βρήκαν αυτό που έψαχναν,το κουδούνι που έγραφε το όνομα της Ιουλίας και σε ποιον όροφο ήταν το διαμέρισμα της.

-Θα είναι εδώ ο φίλος μας; την ρώτησε λίγο πριν αυτή πατήσει το κουδούνι.

Η Αστυνόμος Μπακοπούλου πάτησε το κουδούνι.

-Δούλευε βράδυ χθες. Υποθέτω πως θα είναι εδώ.

Χρειάστηκε να το πατήσει και δεύτερη φορά πριν ακουστεί ο ήχος που τους ενημέρωνε, πως κάποιος είχε ανοίξει το μικρόφωνο. Ύστερα από λίγα δευτερόλεπτα μια αγουροξυπνημένη φωνή ακούστηκε. Ήταν η φωνή του Αντώνη Φούντα που μάλλον μόλις είχε ξυπνήσει.

-Αντώνη, είμαι η Αστυνόμος Μπακοπούλου, τον ενημέρωσε. Μπορούμε να ανέβουμε;

Για λίγα δευτερόλεπτα δεν ακούστηκε τίποτα. Η Αστυνόμος Μπακοπούλου γύρισε και κοίταξε τον Βασίλη που της έκανε μια αδιευκρίνιστη γκριμάτσα.

-Φυσικά, ανεβείτε, τους είπε τελικά και πάτησε το κουμπί για να ανοίξει η πόρτα.

Μπήκαν μέσα σε έναν δροσερό διάδρομο με έναν τεράστιο καθρέφτη στην δεξιά πλευρά και ένα τραπέζι από την άλλη, όπου άφηναν πάνω την αλληλογραφία των ενοίκων. Χωρίς να χάσουν χρόνο, και για να μην δώσουν αρκετό χρόνο στον Αντώνη Φούντα και το εκμεταλλευτεί, πήγαν κατευθείαν στον ανελκυστήρα που για καλή τους τύχη ήταν στο ισόγειο. Μπήκαν μέσα, και η Αστυνόμος Μπακοπούλου πάτησε το κουμπί με τον αριθμό τρία όπως έγραφε και στο κουδούνι.

Ένοχο ΠαρελθόνWhere stories live. Discover now