17.

16 3 0
                                    


Είχε ανοίξει την θήκη και ήταν έτοιμη να τραβήξει το όπλο της αν χρειαστεί. Μέσα της έβραζε από θυμό που είχε φτάσει σε σημείο να μπαίνει στο σπίτι της, σαν να έκανε έφοδο σε σπίτι υπόπτου. Ευχόταν να μην βρεθεί ποτέ πρόσωπο με πρόσωπο με τον τύπου που την ακολουθούσε μέσα στο σπίτι της, γιατί ήταν σίγουρη πως θα τον σκότωνε. Αυτή τη φορά ήταν σίγουρη πως είχε κλείσει τα πάντα, καθώς τα είχε ελέγξει δύο φορές, ενώ ήξερε επίσης, πως ο τύπος είχε κατασκηνώσει έξω από το γραφείο του Βασίλη. Βρισκόταν στην πόρτα της κουζίνας, όταν ξαφνικά πάγωσε. Τι θα γινόταν αν έστελνε σημείωμα και στον Βασίλη; σκέφτηκε. Κούνησε εκνευρισμένη το κεφάλι της και πήγε στο σαλόνι. Έβαλε ένα ποτήρι τζιν με αρκετό πάγο και κάθισε στον καναπέ. Το υφασμάτινο παντελόνι που φορούσε είχε μικρές τσέπες. Έτσι, όταν έκατσε κάτι την ενόχλησε σε μια από αυτές. Θυμήθηκε το γράμμα το οποίο έβγαλε, με προσοχή αυτή τη φορά, από την τσέπη της και το ακούμπησε στο τραπέζι. Το κοιτούσε αρκετή ώρα μέχρι να αποφασίσει να το διαβάσει. Ίσιωσε το χαρτί και και το άνοιξε.

'Δεν ήξερα ότι η φίλη σου είναι τόσο όμορφη. Ίσως να αρχίσω να φωτογραφίζω και αυτή για την συλλογή μου. Εκτός και αν... μου κάνεις μια χάρη, δεν θα σου πω ακόμα θέλω να την σχεδιάσω σωστά'

Η Αστυνόμος Μπακοπούλου τσαλάκωσε το γράμμα και το πέταξε τον τοίχο που προσφάτως είχε αναγκαστεί να στοκάρει και να ξαναβάψει, αφού είχε γεμίσει τρύπες από τις σφαίρες της, ύστερα από μια συζήτηση που είχε με έναν κατά συρροή δολοφόνο. Δεν τις έκανε εντύπωση που κανείς δεν την ήθελε στην γειτονία. Πρώτα ο δολοφόνος, τώρα ένας που την παρακολουθεί, κούνησε το κεφάλι της. Δεν θα ησυχάσουν ποτέ οι γείτονες, είπε από μέσα της και έκατσε καλύτερα στο καναπέ.

Όταν άνοιξε τα μάτια της ο ήλιος ήταν ήδη αρκετά ψηλά. Κοίταξε το ποτήρι που ήταν στο τραπέζι. Με το ζόρι θυμάται να τελειώνει το πότο της, ενώ ούτε πως είχε πάει στο κρεβάτι θυμόταν. Σηκώθηκε με δυσκολία, καθώς όλο της το σώμα πονούσε σαν να είχε φάει ξύλο. Αλλά ήξερε πολύ καλά, πως ήταν από τον διαλυμένο καναπέ του Βασίλη, και την συνήθεια της να κοιμάται συχνά και στον δικό της καναπέ. Παρόλο που δεν θυμόταν τίποτα, τα είχε κάνει όλα σωστά. Ακόμα και το όπλο της βρήκε κάτι από το μαξιλάρι. Έμεινε αρκετή ώρα μπροστά από τον καθρέφτη κοιτώντας τον εαυτό της. Όφειλε να ομολογήσει πως παρόλο που κάνει την ζωή που κάνει, δεν έδειχνε αρκετά χάλια. Πλύθηκε και ετοιμάστηκε χωρίς να χάσει άλλο χρόνο και βγήκε από το σπίτι. Λίγο πριν ανοίξει την κεντρική πόρτα της πολυκατοικίας, κοντοστάθηκε καθώς ήθελε να βάλει σε μια τάξη της σκέψεις της. Πρώτα θα πήγαινε στην Χριστίνα να την ψαρέψει για το αν βρήκε κάτι, και στην συνέχεια θα πήγαινε στο Βασίλη για να συζητήσουν αυτά που βρήκαν στον υπολογιστή του Αντώνη Φούντα. Βγήκε έξω και κοίταξε όλη την γειτονία από άκρη σε άκρη. Δεν είδε τίποτα. Όφειλε να ομολογήσει πως όποιος την παρακολουθούσε, ήξερε να το κάνει πολύ καλά. Ακόμα και σε μια γειτονία που είχε ερημώσει αφού όλοι είχαν πάει διακοπές, αυτός ήξερε πως να κρυφτεί για να μην γίνει αντιληπτός. Παρόλα αυτά, κατάφερνε να κάνει αισθητή την παρουσία του με τα γράμματα που άφηνε στο αυτοκίνητο της. Όπως και τώρα, κάτι που την έκανε να εκνευριστεί. Ήταν εξοργιστικό, πως ένα κομμάτι χαρτί μπορούσε να της χαλάσει την διάθεση για ολόκληρη την μέρα. Το πήρα και δεν μπήκε καν στο κόπο να το ανοίξει. Προς στιγμήν, σκέφτηκε να το πετάξει. Αλλά εφόσον και η Χριστίνα είχε τραβήξει την προσοχή αυτού του ανώμαλου, έπρεπε να είναι προσεχτική.

Ένοχο ΠαρελθόνWhere stories live. Discover now