14. Ο χωρισμός

112 19 2
                                    

Ξύπνησα με κακή διάθεση. Δεν ήμουν στο γνώριμο κρεβάτι και στο γνώριμο διαμέρισμα και δεν μύριζα τη γνώριμη αντρική κολόνια. Όμως είχα έρθει από μόνη μου το προηγούμενο βράδυ και είχα καταλάβει το κρεβάτι του Μάικλ, όσο εκείνος κοιμόταν στον καναπέ.

Υπήρχε ζεστός σκέτος καφές και με περίμενε στην κουζίνα. Ο Μάικλ είχε αφήσει σημείωμα. Είχε φύγει για τη δουλειά του, στην εφημερίδα όπου δούλευε. Ήταν επτά και μισή. Έπρεπε να πάω στο ορφανοτροφείο.

Η διάθεσή μου δεν ήταν καλή και αυτό το εντόπιζαν αμέσως τα παιδιά. Ειδικά ο μικρός Μάρτιν προσπαθούσε να μου φτιάξει τη διάθεση σχεδόν όλη τη μέρα.

Το αποκορύφωμα ήταν ο ερχομός εκείνου του άντρα που είχε γίνει κουραστικός. Με θύμωνε και με εκνεύριζε η επιμονή του. Δεν κολακευόμουν από αυτήν την εμμονή που είχε μαζί μου. Επειδή αυτό ακριβώς ήταν, εμμονή.

Δεν είχε αληθινά συναισθήματα. Απλώς είχε λάβει για πρώτη φορά αρνητική απάντηση και ένιωθε ταπεινωμένος ή είχε πληχτεί η αυτοπεποίθησή του. Ήταν θέμα περηφάνιας και για αυτό, δεν θα πίστευα ποτέ σε εκείνα τα συναισθήματα.

Τον αγνόησα ξανά προσπερνώντας τον και κατευθυνόμενη προς το αυτοκίνητό μου, ένιωσα ένα χέρι να με τραβάει από το μπράτσο. Ήταν ο Λίο Άντλερ, ο οποίος με μια κίνηση, με έριξε στο στέρνο του και με φίλησε άξαφνα.

Δεν πρόλαβα να καταλάβω τι είχε συμβεί, όταν την επόμενη στιγμή, ο Ρίτσαρντ όρμησε πάνω του και άρχισε να τον χτυπάει. Οι δύο άντρες είχαν πιαστεί στα χέρια και εγώ δεν ήξερα τι να κάνω.

Σε λίγο, ο Τζόνι και ο Λίαμ κατέφθασαν και διαχώρισαν τους δύο άντρες. Συγκρατούσαν με τη βία τον μαινόμενο Ρίτσαρντ.

-«Τι συμβαίνει εδώ;» ακούστηκε μια αυστηρή φωνή.

Ο Ήθαν Μπλέικ είχε εμφανιστεί επίσης. Είδε το χάος που είχε επικρατήσει, ενώ παρατηρούσε και το μωλωπισμένο πρόσωπο του φίλου του.

-«Τι καμώματα είναι αυτά μπροστά από το ορφανοτροφείο; Μικρά παιδιά παρακολουθούν τέτοια ωμή βία!» μάλωσε πρώτα τον Λίο και έπειτα κοίταξε τον Ρίτσαρντ.

-«Δεν με νοιάζει τι είσαι. Καλύτερα να φύγεις.» είπε αυστηρά και στον Ρίτσαρντ. Εκείνος τίναξε τα χέρια των αντρών του που ακόμη τον συγκρατούσαν. Το βλέμμα του ήταν φονικό προς τον Λίο και έπειτα έπεσε πάνω μου.

Όλα ήταν μια παρεξήγηση. Ήταν η ενέργεια εκείνου του άντρα που με είχε αιφνιδιάσει. Ήθελα να το φωνάξω στον Ρίτσαρντ, αλλά δεν το έκανα. Ακόμη και να το έλεγα δεν θα με πίστευε. Όπως κανείς δεν με πίστεψε ότι ήμουν αθώα πριν πέντε χρόνια.

Η μάχη της ψυχής ΙΙΙ: Η δικαίωσηWhere stories live. Discover now